Σε μια σκηνή της ταινίας «Η πιο σκοτεινή ώρα», ο βασιλιάς επισκέπτεται τον Τσόρτσιλ που βασανίζεται από αμφιβολίες και του προτείνει να «κατεβεί» στον λαό. Εκείνος μπαίνει πράγματι στο μετρό και ρωτάει τους επιβάτες του βαγονιού αν πρέπει να διαπραγματευθεί με τον Χίτλερ. «Never!» του λένε με μια φωνή. Πηγαίνει λοιπόν στη Βουλή και δηλώνει πως «δεν θα παραιτηθούμε ποτέ».

Το επεισόδιο δεν συνέβη ποτέ, αλλά προσφέρει τροφή για σκέψη. Τι θα συνέβαινε αν οι συγκεκριμένοι επιβάτες έλεγαν στον πρωθυπουργό ότι για να αποφευχθεί η αιματοχυσία έπρεπε να υπογράψει ειρηνευτική συμφωνία με τους Ναζί; Θα μπορούσε βέβαια να σκεφτεί ότι έπεσε σε δειλούς και να συνεχίσει αυτό το ιδιότυπο γκάλοπ. Κι αν όλοι, ή εν πάση περιπτώσει οι περισσότεροι, του έλεγαν το ίδιο πράγμα; Κι αν διαδήλωναν μερικές δεκάδες χιλιάδες έξω από την Ντάουνινγκ Στριτ, φωνάζοντας «Peacenow»;

Ο σφυγμός του λαού είναι πάντα χρήσιμος. Αλλά δεν μπορεί να αποτελεί μοναδικό οδηγό ενός ηγέτη. Οταν ο Σημίτης αποφάσισε πως για λόγους εκσυγχρονισμού και ισότητας πρέπει να αφαιρεθεί το θρήσκευμα από τις ταυτότητες, δεν έκαμψαν την πεποίθησή του ούτε η αντίδραση της Εκκλησίας ούτε οι αρνητικές δημοσκοπήσεις. Ο ηγέτης δεν μπορεί μόνο να ακολουθεί, πρέπει και να ηγείται. Δεν μπορεί μόνο να εκφράζει το λαϊκό αίσθημα, πρέπει σε ορισμένες περιπτώσεις και να το ξεπερνά.

Ο Αλέξης Τσίπρας δεν βασανίζεται από τέτοιους προβληματισμούς –μια ονοματοδοσία έχει άλλωστε να διαχειριστεί, όχι έναν πόλεμο, κι ας λέει ο Φραγκούλης Φράγκος. Δεν θα μπει στο μετρό για να επιβεβαιώσει ότι οι περισσότεροι επιβάτες θα απαντούσαν «Ποτέ!» στην ερώτησή του αν πρέπει να δεχθεί σύνθετη ονομασία για την Ακατονόμαστη. Ούτε θα επηρεαστεί από τα συνθήματα μιας εθνικιστικής συγκέντρωσης. Και καλά θα κάνει. Θα έκανε όμως ακόμη καλύτερα, και θα ήταν πολύ πειστικότερος, αν είχε χειριστεί από την αρχή το ζήτημα με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και όχι μικροκομματικές σκοπιμότητες.

Οπως θα ήταν πολύ πειστικότερος και ο Κυριάκος Μητσοτάκης αν είχε καθαρή θέση και επέβαλλε στους βουλευτές του να την ακολουθήσουν. Ο Τσόρτσιλ διδάσκει ότι την κρίσιμη στιγμή πρέπει να κάνεις επιλογές, όσο κόστος κι αν έχουν, όσο επώδυνες κι αν είναι.

Η βρετανική κοινή γνώμη δεν ήταν στην πραγματικότητα υπέρ του πολέμου το 1940 –και πώς θα μπορούσε άλλωστε; Διαισθανόμενος μάλιστα ότι τα εργατικά στρώματα δεν θα είχαν πρόβλημα αν μια φασιστική νέα τάξη έπαιρνε τη θέση της «πλουτοκρατίας», ο Οργουελ είχε ρωτήσει μια μέρα έναν ισχυρό εκδότη αν πίστευε ότι η κοινή γνώμη θα δεχόταν διαπραγματεύσεις με τον Αξονα. «Πανάθεμά με αν δεν θα μπορούσα να το ντύσω έτσι ώστε να πιστέψουν ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη νίκη στην ιστορία της ανθρωπότητας», απάντησε εκείνος. Αυτός, ναι, ακούγεται πολύ πειστικός.