Το πλοίο της γραμμής Κωνσταντινούπολη – Μασσαλία έπιασε Πειραιά. Η Μαρία Παπαδοπούλου κατέβηκε να ξεμουδιάσει. Ο τελικός προορισμός της ήταν το γαλλικό λιμάνι όπου με τα τρία της παιδιά θα έκανε μια καινούργια αρχή. Ο σύζυγός της, ξυλουργός στο επάγγελμα, την είχε εγκαταλείψει. Και τα καλομαθημένα αγόρια της, για να πληρώνουν το σχολείο τους, έβγαιναν με έναν νταβά στους δρόμους της Πόλης και πουλούσαν τα βουτυράτα μπισκότα που ήταν η σπεσιαλιτέ της. Petit Beurre τα έλεγαν, ο άντρας της μάλιστα, όταν ήταν ακόμη στα καλά τους, της είχε φτιάξει μια ξύλινη σφραγίδα για να τα «βαφτίζει» πριν τα ψήσει. Αυτή η κατάσταση όμως δεν μπορούσε να συνεχιστεί… Σταμάτησε σε ένα καφενείο και παρήγγειλε τσάι. Με λίγα μπισκότα. «Τι είναι αυτό; Παξιμάδια τρώμε εδώ» απόρησε ο καφετζής εκείνη την ημέρα του 1922. Η κυρία Μαρία έτρεξε στο πλοίο και κατέβασε τα παιδιά της. Εδώ θα έμενε. Και θα έφτιαχνε τα πρώτα μπισκότα στην Ελλάδα.

Τη συνέχεια την ξέρουμε. Βρίσκεται στα ντουλάπια της κουζίνας μας και στη γευστική συλλογική μας μνήμη. Αλλά και στη βίβλο της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Μαζί, για παράδειγμα, με το ξυλάκι της ΕΒΓΑ που λάνσαραν το 1934 οι εξ Αρκαδίας αδελφοί Σουραπά. Ή την αμυγδάλου ΙΟΝ που κυκλοφόρησε το 1947 ως «σοκολάτα πολυτελείας» από την εταιρεία που είχε ιδρύσει το 1930 ο Κωνσταντίνος Κωτσιόπουλος. Ή την Ελβιέλα που ένιωσα μεγάλη απογοήτευση όταν έμαθα ότι δεν ήταν κάποιο εξωτικό όνομα αλλά τα αρχικά της Ελληνικής Βιομηχανίας Ελαστικών.

Ιστορίες ελληνικής επιχειρηματικότητας. Στριμωγμένες αλλά επιτυχημένες, βασισμένες περισσότερο στο ένστικτο και την έμπνευση παρά στο know how. Ιστορίες ανθρώπων που συσκεύασαν τη «χύμα» προπολεμική Ελλάδα, που έφτιαξαν την «Ελλαδέξ» των δεκαετιών 1950 και 1960, που έβγαλαν τη χώρα από τη βαλκανική της εσωστρέφεια.