18 Μαΐου του 2009. Ο τελικός των «Μεγάλων Ελλήνων» στην τηλεόραση του Σκάι με οικοδεσπότη τον Αλέξη Παπαχελά. Από τους εκατό «Μεγάλους Ελληνες» που έχουν προκύψει με πανελλαδική ψηφοφορία, οι δέκα έχουν προκριθεί στον τελικό ήδη από την περασμένη άνοιξη. Στους δώδεκα μήνες που μεσολαβούν γυρίζονται και προβάλλονται αντίστοιχα δέκα πενηντάλεπτα ντοκιμαντέρ με διαφορετικό παρουσιαστή το καθένα. Σύμφωνα με τους κανόνες του project (βασισμένου στους GreatBritons, μια παραγωγή του BBC) οι δέκα φιναλίστ έχουν γκρουπαριστεί σε πέντε ζευγάρια, ανάλογα με την ιδιότητα για την οποία πρωτίστως τους θυμόμαστε: το ζευγάρι της ευφυΐας, το ζευγάρι της ανδρείας, το ζευγάρι της ευσπλαγχνίας κ.ο.κ. Ο παρουσιαστής κάθε ιστορικής προσωπικότητας οφείλει να την υπερασπιστεί απέναντι στον παρουσιαστή της αντίστοιχης ιστορικής προσωπικότητας, να αναδείξει τα προσόντα του δικού του υποψηφίου και να στηλιτεύσει τα μειονεκτήματα του αντιπάλου. Ετσι, στο ζευγάρι της ηγεσίας, ως παρουσιαστής του Ελευθέριου Βενιζέλου καλούμαι να αντιμετωπίσω τον Στέφανο Μάνο, τον παρουσιαστή του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Η θέση μου είναι άβολη. Εκτιμώ τον Στέφανο Μάνο, ιδίως για το θάρρος του να υπερασπίζεται δυσάρεστες απόψεις δίχως να υπολογίζει το πολιτικό κόστος. Από την άλλη, κινδυνεύει κάποιος να γελοιοποιηθεί εάν συγκρίνει τον Ελευθέριο Βενιζέλο με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, δύο ιστορικές προσωπικότητες που δεν διασταυρώθηκαν ποτέ, αλλά η καθεμία κυριάρχησε στο δικό της ήμισυ του εικοστού αιώνα. «Γιατί ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος μεγαλύτερος ηγέτης από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή;», με ρωτάει ο Παπαχελάς. «Νομίζω ότι καλύτερα από όλους μας απόψε», αποκρίνομαι, «θα καταλάβει ο κύριος Μάνος το γιατί. Ο Στέφανος Μάνος είναι δημόσιος άνδρας, είναι πολιτικός άνδρας, είναι και αρχηγός κόμματος –δύο φορές. Γνωρίζει κάτι λοιπόν που αγνοούμε οι περισσότεροι, όσοι δεν είμαστε πολιτικοί. Γνωρίζει τι σημαίνει πίεση πάνω σ’ έναν πολιτικό άνδρα. Οι περισσότεροι νομίζουμε ότι οι πολιτικοί άνδρες λαμβάνουν μια απόφαση ανάμεσα σε μια καλή και μια κακή λύση. Η αλήθεια είναι ότι τους προσφέρονται συνήθως δύο κακές λύσεις και θα πρέπει εκείνοι να αποφασίσουν ποια θα είναι η λιγότερο κακή. Δεν ξέρω, ειλικρινά, εάν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα έδειχνε την ανάλογη παρρησία σε περίπτωση που του ετίθεντο τα ερωτήματα που ετέθησαν στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Μπορεί και να την έδειχνε, δεν το αποκλείω. Απλώς ήταν τυχερός. Δεν του ετέθησαν ερωτήματα όπως το αν η Θεσσαλονίκη θα είναι βουλγαρική ή ελληνική, αν η Καβάλα θα είναι ελληνική ή βουλγαρική, αν η Βόρειος Ηπειρος θα είναι ελληνική ή αλβανική, αν τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου θα είναι ελληνικά ή τούρκικα… Σε αυτά τα ερωτήματα ο Βενιζέλος έπρεπε ν’ απαντήσει σε μία νύχτα, σε λίγες ώρες, με τη στάμπα της μειοδοσίας πάνω του, αν έδινε την εσφαλμένη απάντηση…».

Το γεωπολιτικό περιβάλλον τον καιρό του Βενιζέλου διακρινόταν από τόση αστάθεια και τόση ρευστότητα που δύσκολα εμείς, σήμερα, μπορούμε έστω και κατά προσέγγιση να αντιληφθούμε. Ηταν ταυτοχρόνως ο χορογράφος και ο χορευτής μιας χορογραφίας σε κινούμενη άμμο. Στις Βερσαλλίες, την επαύριον του Μεγάλου Πολέμου, ο άνθρωπος που κυριολεκτικά έσυρε την Ελλάδα την υστάτη προς την πλευρά των νικητών προσπάθησε να αποσπάσει τα μέγιστα δυνατά εδαφικά οφέλη παίζοντας ένα σκληρό διπλωματικό πόκερ τόσο με τις φίλα προσκείμενες νικήτριες, όπως η Γαλλία και η Αγγλία, όσο και με τις εχθρικά διακείμενες, όπως η Ιταλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Στη Λωζάννη, την επομένη της Μικρασιατικής Καταστροφής, αυτοεξόριστος από την ελληνική πολιτική σκηνή, επιστρατεύτηκε κακήν κακώς για να προσφέρει τις εθνικές του υπηρεσίες, να διασώσει ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν να διασωθεί και αντ’ αυτού κατάφερε να μεταλλάξει την ταπεινωτική ήττα ενός έθνους στη δημιουργία ενός κράτους με ζηλευτή εθνική ομοιογένεια. Οχι, επ’ ουδενί δεν αντιμετώπισε ανάλογες προκλήσεις ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Μολαταύτα, αδικούμε κατάφωρα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή εάν δεν του αναγνωρίσουμε ότι το σημερινό γεωπολιτικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο καλείται η Ελλάδα να παίξει τον –όποιον –ρόλο της είναι δικό του επίτευγμα μάλλον παρά του Βενιζέλου. Οσοι από τους στενούς του συνεργάτες μού έκαναν την τιμή να μου εκμυστηρευτούν κατά καιρούς τις σκέψεις τους (ας μνημονεύσω εδώ ενδεικτικά τον Αγγελο Βλάχο και τον Τάκη Λαμπρία) επέμεναν στη διαχρονική εμμονή του Καραμανλή με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ενωση –μια εμμονή στα όρια της ψύχωσης. Κατά τραγική ειρωνεία, όπως ο Βενιζέλος μας έσυρε σε μια παγκόσμια σύρραξη για να μας διασώσει μεταπολεμικά από την εθνική συρρίκνωση, έτσι και ο Καραμανλής μας μάντρωσε με το στανιό σε μια Ευρώπη που –δευτερευόντως, σύμφωνα με το δικό του σκεπτικό –θα συνέβαλλε στη ραγδαία οικονομική μας ανάπτυξη, αλλά πρωτίστως θα θωράκιζε τη διαχρονικά εύθραυστη εθνική μας ασφάλεια. Ο καρπαζοεισπράκτορας της καθ’ ημάς Ανατολής δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά στην εθνική του μοναξιά. Κανένας δεν θα τολμούσε να επιτεθεί στην Ελλάδα της Ευρώπης. Κανένας δεν θα τολμούσε να επιτεθεί στην Ευρώπη.

Και διηγώντας τα να κλαις. Δεν ανατρέχω στα περασμένα μας μεγαλεία ώστε να συμβάλω κι εγώ κατά δύναμιν στην εθνική μας κατάθλιψη. Κανένας Παπαχελάς, άλλωστε, δεν πρόκειται πλέον να με ρωτήσει «Γιατί ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος μεγαλύτερος ηγέτης από τον Αλέξη Τσίπρα;» –εκτός και αν ο Σκάι αποφασίσει να γυρίσει το sequel των «Μεγάλων Ελλήνων» ως επιθεώρηση στο Δελφινάριο. Σήμερα, όχι μονάχα δεν έχουμε έναν Πρωθυπουργό που να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, αλλά πολύ αμφιβάλλω και αν αντιλαμβάνεται τις περιστάσεις αυτές καθαυτές. Οχι, δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Ο Πρωθυπουργός μας δεν είναι χαζός. Ας πούμε ότι είναι ιδεοληπτικός. Προτιμάει να απολογείται για την ιδεοληψία του, ακόμη και όταν στην πράξη την ακυρώνει. Με αυτή την ολέθρια τακτική προσφέρει τις κάκιστες δυνατές υπηρεσίες προς τον κοινοβουλευτισμό –έστω και αν πάρουμε τις απόψεις της συμβίας του τοις μετρητοίς και συμφιλιωθούμε με την οξύμωρη ιδέα πως έχουμε έναν κοινοβουλευτικό Πρωθυπουργό που δεν τρέφει και καμία σπουδαία εκτίμηση για τον κοινοβουλευτισμό τον ίδιο. Πως τον θεωρεί απλώς ως εμβρυουλκό για να εκμαιευθεί κάτι ανώτερο, πιο εκρηκτικό, πιο κουβανέζικο ή πιο βενεζουελάνικο. Πως την Ευρώπη, τον θώρακά μας, απλώς την ανέχεται, ώσπου να βρει άλλο απάγκιο, σε κάποια άλλη ήπειρο πιθανόν ή σε κάποιον άλλον πλανήτη. Και πως τη μέρα που τα όνειρά του πραγματοποιηθούν, με τη δική μας συμβολή ή με τη δική μας αδράνεια, ίσως να μετανιώσουμε που ο Πρωθυπουργός μας μπορεί να μην ήταν χαζός αλλά για χαζούς μια χαρά Πρωθυπουργός ήταν.