Ο οδηγός του ταξί, δύο τη νύχτα, στη Σόλωνος, υπήρξε αποκαλυπτικότατος, αλλά για λόγους τελείως διαφορετικούς σε σχέση με αυτούς που θα φανταζόταν ο ίδιος. «Εχασα τη γυναίκα μου, το 2010, έμφραγμα και ανακοπή σχεδόν ταυτόχρονα, έσκασε κυριολεκτικά». Συνέχισε λέγοντας κάτι σχετικό και ολοκλήρωσε με τη φράση: «Μήπως ξέρετε κάνα καλό πατσατζίδικο εδώ κοντά;» Χωρίς να δείξουμε τον ελαχιστότατο αιφνιδιασμό για τον συνδυασμό του εμφράγματος της γυναίκας του με τον πατσά, του είπαμε πως δυστυχώς δεν γνωρίζουμε ένα σχετικό μαγαζί εκεί γύρω, ακούγοντάς τον όμως να προσθέτει σάμπως και να μην είχε σημασία η αδυναμία μας να τον βοηθήσουμε: «Δε θέλω όμως πατσά με κοιλιά, θέλω πατσά με ποδαράκι. Δούλευα πριν από είκοσι πέντε χρόνια στην Κεντρική Αγορά. Υπήρχαν τότε εκεί τρία πατσατζίδικα, τώρα δυστυχώς δεν υπάρχει κανένα».

Δεν φαινόταν άνθρωπος αναίσθητος –αποκαλύφθηκε στη συνέχεια. Συνέχισε το μονόλογό του με τη βεβαιότητα πως όσο ενδιέφερε τον ίδιο η εξιστόρησή του εξίσου ενδιέφερε τον επιβάτη του, αφού ο τόνος της φωνής του έδειχνε, ως πρόθεση τουλάχιστον, ότι θα μπορούσε να μιλάει επ’ άπειρον. «Παντρεύτηκα πολύ μικρός, μόλις τέλειωσα τον στρατό. Εχω δυο μεγάλα παιδιά, η κόρη μου είναι είκοσι εννιά χρόνων, ο γιος μου είκοσι εφτά. Καλά παιδιά, αλλά δεν μένουμε μαζί, βλεπόμαστε σπάνια».

Αν και συμπαθής, όσο μπορούσε να διακρίνει κανείς μέσα στο μισοσκόταδο του ταξί, δεν ήταν ο άνθρωπος με τη γοητεία που ακόμη και το παράπονό του θα έκανε τον καθένα να θέλει να τον γνωρίσει καλύτερα. Καταπτοημένος, με την παρεξηγήσιμη με την πρώτη ματιά επιθυμία για πατσά – ποδαράκι και όχι κοιλιά, σάμπως και η λεπτομέρεια αυτή θα μπορούσε να βάλει σε κάποια τάξη τη ζωή του, τι θα είχε να κερδίσει ένας άνθρωπος προσκαλώντας τον να πιει έστω έναν καφέ μαζί του; Φαινομενικά απολύτως τίποτε, το πολύ πολύ να υποχρεωνόσουν να δείξεις ότι συμμερίζεσαι ένα αδιέξοδο που θα το αναγνώριζες μέσα σου ως κάτι βαρετό. Εχουν όμως έτσι τα πράγματα;

«Δεν είμαι η μόνη αλλά είμαι μόνη», είχε γράψει η ποιήτρια Κοραλία Θεοτοκά πριν το αυτοκτόνο πήδημά της στο κενό –σαράντα δύο χρόνια τώρα. Χωρίς να αποτελεί εξαίρεση, κάθε άλλο μάλιστα, ο οδηγός του ταξί επιχειρούσε μιαν άπελπιν κίνηση μέσα στη νύχτα, σαφέστατα ερήμην του: με την ασφαλιστική δικλίδα του πατσά με ποδαράκι, ήθελε να κάνει να ξαναϋπάρξει ως παρόν το παρελθόν, όταν ζούσε ακόμη η γυναίκα του, τα παιδιά του ήταν δύο και τεσσάρων χρόνων και όλα, όσο δυσχερείς κι αν ήταν οι τοτινές του συνθήκες, λούζονταν στο φως. Οταν υπήρχαν άνθρωποι για να μοιράζεται μαζί τους την προοπτική του μέλλοντος, ενώ τώρα δεν υπήρχε κανείς –ούτε καν τα παιδιά του –για να αισθανθεί τις αναμνήσεις του να ξαναζωντανεύουν.

Αναμνήσεις που έχουν την ίδια ακριβώς σημασία είτε αφορούν σε μια μερίδα πατσά με ποδαράκι και σε ένα βιβλίο, είτε σε μια θεατρική παράσταση και σε μια απολαυστική νύχτα στην Μαρμπέγια της Ισπανίας.