Ο Σλοβάκος Βλαντιμίρ Κλεμέντις (1902-1952) ήταν μία από τις σπάνιες περιπτώσεις δημόσιων ανδρών που άφησαν το αποτύπωμά τους μέσω της λογοτεχνίας. Για την ακρίβεια, εάν δεν είχε μεσολαβήσει το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης (Εστία, 2011) του Μίλαν Κούντερα, πέραν ελαχίστων ειδημόνων κανένας άλλος δεν θα γνώριζε σήμερα ούτε πως ο Κλεμέντις είχε διατελέσει κάποτε υπουργός Εξωτερικών της Τσεχοσλοβακίας ούτε ποια ήταν η τραγική του μοίρα. Ο Κούντερα δώρισε την αθανασία στον Κλεμέντις. Κατέγραψε ένα ασήμαντο περιστατικό, αιχμαλωτισμένο σε ένα φωτογραφικό ενσταντανέ. Το ίδιο το περιστατικό αργότερα δραπέτευσε από το ενσταντανέ, δίχως να καταφέρει ωστόσο να εξαλείψει και τα ίχνη του. Τότε απέκτησε και τη διαχρονική του σημασία.

Ηταν μια κρύα ημέρα του 1948. Ο κομμουνιστής ηγέτης Κλέμεντ Γκότβαλντ στεκόταν στο μπαλκόνι κι έβγαζε έναν βαρυσήμαντο λόγο μπροστά σε χιλιάδες συμπατριώτες του. Περιστοιχιζόταν από ανώτερους αξιωματούχους του κόμματος. Ανάμεσά τους και ο Κλεμέντις. Κάποια στιγμή ο τελευταίος έβγαλε το γούνινο καπέλο του και το έδωσε στον Γκότβαλντ. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Κλεμέντις κατηγορήθηκε ότι μετείχε σε μια τροτσκιστική/τιτοϊκή/σιωνιστική συνωμοσία και στάλθηκε στην αγχόνη. Σύμφωνα με τα σταλινικά ειωθότα της εποχής, η φιγούρα του Κλεμέντις εξαφανίστηκε από όλες τις φωτογραφίες. Οχι όμως και το γούνινο καπέλο του. Το καπέλο του παρέμεινε εκεί, στο κεφάλι του Γκότβαλντ, για να υπενθυμίζει ότι υπάρχει ένα παράλληλο σύμπαν που καμία κρατική πλαστική χειρουργική, όσο τεχνολογικά προχωρημένη ή επιδέξια κι αν είναι, δεν θα κατορθώσει ποτέ να εξαφανίσει τελείως.

Καθώς πλησιάζουμε προς την τρίτη επέτειο από την ανάληψη της εξουσίας των τουρλού τουρλού λαϊκιστών (η Πρώτη Φορά Αριστερά με Ολίγη Από Ακροδεξιά) μπορούμε πλέον να αποτιμήσουμε την αθροιστική σημασία περιστατικών που, μεμονωμένα, περνούν μάλλον απαρατήρητα. Σταχυολογώ ενδεικτικά. Το μεταμοντέρνο πορτρέτο του Αρη Βελουχιώτη στο γραφείο του υπουργού Υποδομών και Μεταφορών Χρήστου Σπίρτζη σε συνδυασμό με τον πόνο ψυχής του ιδίου όποτε παραχωρεί δημόσια περιουσία σε ιδιώτες. Το στεντόρειο αντιμνημονιακό «Οχι» στο φεϊσμπουκικό προφίλ του Παύλου Πολάκη ως κοντράστ στα αναρίθμητα μουλωχτά μνημονιακά «Ναι» που υπογράφει καθημερινά. Την εμμονή του Γιώργου Κατρούγκαλου να δηλώνει ευθαρσώς πως είναι κομμουνιστής και δεν θα παραδώσει τα όπλα του σε καμία Βάρκιζα ενόσω πετσοκόβει ανερυθρίαστα κύριες κι επικουρικές συντάξεις. Τους λυγμούς της κυρίας Μπαζιάνα, κάθε 5η Ιουλίου, επειδή υποχρεωθήκαμε να ανεχτούμε τη «φασιστική μπότα των δανειστών» και συμβιβαστήκαμε με τις απαιτήσεις τους χωρίς να προδώσουμε τις αρχές μας (εδώ η επιστήμη σηκώνει ψηλά τα χέρια), ενόσω παραμένει ως εκκρεμότητα, μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης, και η ανάληψη της εξουσίας. Την παράδοξη καρτ-ποστάλ μιας Μακρονήσου όπου δεν εικονίζεται ο τόπος του μαρτυρίου, αλλά οι χαρωποί τουρίστες.

Αυτά τα σκόρπια τεκμήρια υποδηλώνουν ότι η ζωή δεν είναι μονάχα εδώ, η ζωή είναι αλλού –να τος πάλι ο Κούντερα! –και από εδώ περνάμε μονάχα τράνζιτο έως ότου φθάσουμε στην άλλη ζωή, κατά πάσα πιθανότητα μετά θάνατον (τυχαία νομίζετε συγκρίνουν τους κομμουνιστές με τους χριστιανούς;). Τίποτε δεν μας εμποδίζει, άλλωστε, να πιστεύουμε στην ύπαρξη και των δύο κόσμων ταυτοχρόνως, εφόσον ο ένας κόσμος, όμοια με το καπέλο του Κλεμέντις, στοιχειώνει ενίοτε τον άλλον. Βλέπετε, το πρόβλημα δεν έγκειται στο ότι οι ιθύνοντες λένε τα παλαβά τους, αλλά στο ότι βρίσκουν ευήκοα ώτα. Η Μπλανς Ντι Μπουά στο Λεωφορείον ο Πόθος συμφιλιώνεται με τον εγκλεισμό της στο τρελάδικο αφ’ ης στιγμής θα εξακολουθήσει ανεμπόδιστη να φαντασιώνεται. Οπως θα έλεγαν και οι Μόντι Πάιθον: «Μακάριοι όσοι είναι απαλλαγμένοι από τις συμφορές της νοημοσύνης».