Η υπόθεση Οτζαλάν δεν έχει κανένα κοινό στοιχείο με τους οκτώ τούρκους αξιωματικούς που έχουν ζητήσει άσυλο στη χώρα μας –κι ας προσπαθούν πολλοί, εκ του πονηρού, να συσχετίσουν τα περιστατικά. Το μακρινό 1999, η χώρα βρέθηκε όμηρος του παραλογισμού μιας ομάδας εθνικιστών που φαντασιωνόταν ότι διά του κούρδου ηγέτη θα συντρίβαμε τους «προαιώνιους εχθρούς». Σήμερα, η χώρα καλείται να δείξει ότι είναι στην πλευρά της ελευθερίας και του ανθρωπισμού.

Αυτή είναι η μία διαφορά. Η άλλη διαφορά του τότε από το τώρα έγκειται στους ανθρώπους που κινητοποιήθηκαν. Μεταξύ άλλων, τότε, επιθετικά εναντίον της κυβέρνησης Σημίτη ξεσηκώθηκε πλήθος καλλιτεχνών. Ανάμεσά τους οι Λάκης Λαζόπουλος, Διονύσης Τσακνής, Σωκράτης Μάλαμας, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Κυριάκος Κατζουράκης, Γιώργος Νταλάρας, Θάνος Μικρούτσικος, Παντελής Βούλγαρης, Λίνα Νικολακοπούλου, οι συγγραφείς Ιωάννα Καρυστιάνη και Μάρω Δούκα. Εφτιαξαν μάλιστα και μια οργάνωση, την 1η Μάρτη, που συνέχισε να αγωνίζεται, αργότερα κατά του ιμπεριαλισμού και υπέρ του Μιλόσεβιτς και των φίλων του που, εσχάτως, καταδικάστηκαν από το Δικαστήριο της Χάγης για εγκλήματα πολέμου.

Ολοι αυτοί οι διαμαρτυρόμενοι στο όνομα δήθεν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (στην ουσία των αντιδυτικών εμμονών τους), σήμερα σιωπούν μπροστά στα κυβερνητικά νταραβέρια με το καθεστώς Ερντογάν. Κατ’ αυτούς φαίνεται ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι α λα καρτ. Οτι όταν είμαστε στην εξουσία, εμείς ή οι φίλοι μας, δικαιούμαστε να κάνουμε εκπτώσεις φιλανθρωπίας –ή να κλείνουμε τα μάτια όταν πρέπει να επιδείξουμε αλληλεγγύη σε θύματα των δικών μας επιλογών.

Οι άνθρωποι που διαδήλωναν επί Οτζαλάν, αλλά σιωπούν τώρα, ασφαλώς, δεν είναι όλοι στον ίδιο παρονομαστή –ορισμένοι ήσαν απλώς αφελείς. Ωστόσο, αισθάνομαι ότι δικαιούμαι να ζητήσω για λογαριασμό όλων μια εξήγηση. Επιλέγοντας τη θέση του πνευματικού και ηθικού ηγέτη, τότε, είχαν ευθύνη για τη γιγάντωση του ανορθολογισμού, ο οποίος εξέθρεψε τα τέρατα που κέρδισαν έδαφος μετά τη χρεοκοπία. Τέρατα τα οποία αντιστρατεύθηκαν κάθε λύση, επειδή ήθελαν πριν από τη λύση την εξουσία.

Ταπεινωμένοι, σήμερα, και εξουθενωμένοι, περιμένουμε από τους πνευματικούς ηγέτες εκείνης της περιόδου μια κάποια αυτοκριτική ή, έστω, μια κάποια ανταπόκριση στα ηθικά προβλήματα που θέτει η εποχή μας –κυρίως στο Προσφυγικό και στις πολιτικές ασύλου. Η σιωπή τους αποδεικνύει ότι δεν τους αξίζει ούτε η πνευματική ούτε η ηθική διάσταση των παρεμβάσεών τους. Η περίπτωσή τους είναι απλούστερη. Κάτι κουλτουριάρηδες που ηθικολογούσαν ήταν, για προσωπικά οφέλη. Κρίμα.