Η νέα χρονιά ξεκινά με ένα άρρητο σχεδόν ερώτημα: Τελειώνει άραγε η κρίση με το τέλος της παράτασης, του τρίτου Μνημονίου;

Αλλά πώς, αλήθεια, τελειώνει μια κρίση;

Ξυπνάμε ένα πρωί με τις καμπάνες των εκκλησιών να ηχούν χαρμόσυνα, σαν να έχει τελειώσει ένας πόλεμος, να έχουν σιγήσει τα όπλα και να μας ειδοποιούν ότι ήρθε η ώρα να βγούμε από τα καταφύγια; Ή, σε ρεαλιστικότερη και πιθανότερη παραλλαγή, με τον Τσίπρα να μας αναγγέλλει με ένα τηλεοπτικό διάγγελμα, χωρίς πούρα στο γραφείο, πως το Μνημόνιο τελείωσε, πως ελευθερωθήκαμε, είμαστε ελεύθεροι να ξοδέψουμε, με τα κλειδιά του χρηματοκιβωτίου στο χέρι και με τον τρόπο που οι πολιτικοί ανέκαθεν ήξεραν, τα λεφτά που δεν έχουμε;

Υπάρχει ιστορικά και άλλη εκδοχή: Να σβήνει η κρίση μέσα σε μια άλλη κρίση, ακόμη χειρότερη, μέσα σε μια καταστροφή ακόμη πιο φρικτή, όπως η Μεγάλη Κρίση του 1929 έσβησε μέσα στην κόλαση του μεγάλου πολέμου.

Συχνότερα, οι κρίσεις εξατμίζονται αργά, ανεπαίσθητα, χωρίς σημαίες και ταμπούρλα, χωρίς ορόσημα, χωρίς κανείς να έχει χαράξει στο χώμα την κόκκινη γραμμή του τέλους. Κάποια στιγμή νιώθεις γύρω σου τον αέρα να ελαφραίνει, συλλαμβάνεις τον εαυτό σου και τους γύρω σου να έχουν επιστρέψει σε συνήθειες παλιές, ξεχασμένες, να κάνουν πάλι σχέδια για το μέλλον κι έπειτα από καιρό οι ιστορικοί ανασκάπτουν στατιστικές, συμπεριφορές και γεγονότα και αποφαίνονται πως ναι, η κρίση τελείωσε τότε, εκείνο το συγκεκριμένο τρίμηνο, μόνο που οι άνθρωποι συνέχισαν για λίγο να φέρονται σαν η κρίση να ήταν ακόμη εκεί.

Ισως πάλι ο μόνος τρόπος να σιγουρευτείς πως μια κρίση τελείωσε είναι να δεις τα φύτρα μιας καινούργιας κρίσης να πετούν φύλλα, να δεις τους ανθρώπους γύρω σου να τυλίγονται στην ανέμελη, λαίμαργη τρέλα που προαναγγέλλει μια καινούργια συμφορά. Τέτοια σημάδια βλέπουν πολλοί, όχι εδώ σ’ εμάς, μα στον κόσμο. Στον κόσμο ενός όλο και πιο άνισα κατανεμημένου πλούτου.

Κι όταν η κρίση τελειώσει, τι αφήνει πίσω της;

Πληγές να γλείψεις, τραύματα να επουλώσεις, απώλειες να κλάψεις κι ύστερα να συνεχίσεις όπως η ζωή επιτάσσει χωρίς να κοιτάς άλλο πίσω, για να μην έχεις την τύχη της γυναίκας του Λωτ, να ξαναπιάσεις το νήμα και να συνεχίσεις σαν κανένα χέρι να μην το άγγιξε, σαν να μην υπήρξαν Κλωθώ, Λάχεσις και Ατροπος; Ή μήπως μετά την κρίση όλα αλλάζουν, όλα αρχίζουν από την αρχή αλλιώς; Και σοφοί από τα παθήματα οι άνθρωποι προσπαθούν να στήσουν οχυρώσεις ώστε να εμποδίσουν επανάληψη των ίδιων δεινών, να θεσπίσουν νέους κανόνες, νέους τρόπους που να γιατρεύουν τις βαθύτερες αιτίες που προκάλεσαν την κρίση και να προλαμβάνουν την επανεμφάνισή τους; Ειδικά για την Ελλάδα μήπως από την κρίση, από την καταστροφή που προκάλεσε, προκύψουν οι φύτρες ενός νέου ελληνικού τρόπου, απαλλαγμένου από τις κρατικοδίαιτες, συντεχνιακές ασθένειες του παρελθόντος, ανθεκτικότερου στις δοκιμασίες του ανταγωνισμού;

Κατά τον Μαρξ, σε καιρούς μεγάλης αναστάτωσης «οι άνθρωποι επικαλούνται με αγωνία τα πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους, δανείζονται τα ονόματά τους, τα πολεμικά τους συνθήματα, τις φορεσιές τους, για να παρουσιαστούν με αυτή τη μεταμφίεση που ο χρόνος έκανε σεβάσμια, με αυτή τη δανεισμένη γλώσσα στη νέα σκηνή».

Κάπως έτσι, ο μεταρρυθμιστής Λούθηρος μεταμφιέστηκε σε Απόστολο Παύλο και η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση ντύθηκε πρώτα την φορεσιά της ρωμαϊκής δημοκρατίας κι ύστερα, υπό τον Ναπολέοντα, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στα καθ’ ημάς, η Εθνική Αντίσταση στα χρόνια του ’40 δανείστηκε τα ρούχα του ’21. Αλλά ο Μαρξ προειδοποιούσε πως αυτός ο ιστορικός χορός μεταμφιεσμένων μπορεί κάποτε να υπηρετεί ένα μεγάλο δράμα, να διευκολύνει ανθρώπους που «προσπαθούν να ανατρέψουν τον εαυτό τους και τα πράγματα». Αλλά μπορεί να είναι και μια παρωδία, μια φάρσα, όπου οι άνθρωποι μεταμφιέζονται και υποδύονται ιστορικούς ρόλους, επειδή δυσκολεύονται να αναμετρηθούν με αυτό που τους συμβαίνει ή με το χρέος τους να πράξουν αυτό που πρέπει να γίνει.

Ζήσαμε κατά κόρον μια τέτοια μεταμφίεση. Αντιμέτωποι με μια βαθιά, τεκτονική κρίση, που απαιτούσε να ανατρέψουμε «τον εαυτό μας και τα πράγματα», επιδοθήκαμε σε μια ιστορική παρένδυση που εξελίχθηκε σε φάρσα. Με την «αντιμνημονιακή» παράταξη να ανακαλεί το πνεύμα της Εθνικής Αντίστασης και να ζώνεται τα φισεκλίκια του Αρη. Η χρεοκοπία δεν ήταν το αποτέλεσμα της εκρηκτικής συναρμογής μιας εσωτερικής διαδικασίας παρακμής με μια διπλή διεθνή κρίση, την χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση του ευρώ. Ηταν μια συνωμοσία, μια εξωτερική επίθεση. Ηταν μια «βάρβαρη ξένη κατοχή».

Σε αυτήν την εκδοχή –που ήταν πλειοψηφική και εκλογικά επιβραβευμένη –η κρίση δεν μπορεί παρά να τελειώσει μ’ ένα νέο ’21 ή με έναν νέο Οκτώβρη του ’44, όπου θα ξεχυθούμε στους δρόμους να υποδεχθούμε τη λευτεριά (έστω, τη λευτεριά να δανειζόμαστε και να διορίζουμε).

Απέναντι σε αυτήν την κατασκευή, μια μικρή, αφανής σχεδόν μειοψηφία δοκίμασε δειλά-δειλά μια άλλη, παρηγορητική παρένδυση. Είδε την τριμερή των δανειστών μας, τη Μέρκελ, τον Τρισέ, που αντικαταστάθηκε από τον Ντράγκι, και τον Στρος-Καν, του οποίου τη θέση πήρε η Λαγκάρντ, με τα ρούχα των τριών ναυάρχων –του Κοδριγκτώνος, του Χέυδεν και του Δεριγνύ –που κατέπλευσαν για να βυθίσουν τον στόλο της εσωτερικής κατοχής, σ’ ένα νέο Ναυαρίνο, και να μας χαρίσουν την ποθούμενη απελευθέρωση από την εσωτερική κατοχή, από τον μοχθηρό Ιμπραήμ του χρεοκοπημένου πελατειακού κράτους, που σαν ζόμπι αναγεννάται από το αίμα των φορολογουμένων.

Αλλά, φυσικά, ούτε ο Καμμένος ήταν Βελουχιώτης, ούτε το Μνημόνιο ήταν το πλοίο «Καρτερία». Και παραμένουμε ακόμη καθηλωμένοι στο ανεξήγητο, δέσμιοι μύθων και θεωριών συνωμοσίας. Αδύναμοι να σκεφτούμε το μέλλον, αφού παραμένουμε εν πολλοίς ανίκανοι να εξηγήσουμε το παρελθόν.

Γιατί για να προβλέψει κανείς ή έστω να φανταστεί ένα τέλος στην παρούσα κρίση, χρειάζεται πρώτα μια ρεαλιστική αφήγηση της ίδιας της κρίσης και των αιτίων της. Κατά τα λοιπά, περιμένουμε τον Αύγουστο, τότε που το Μνημόνιο θα τελειώσει, η χώρα θα μεταταχθεί από τις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Μνημονίου στις αγροτικές φυλακές της μεταμνημονιακής επιτήρησης. Με κάποιους βαθμούς ελευθερίας. Αλλά «σωφρονισθείσα»;