Γύριζα στην Αθήνα και σε μια στροφή, ένα εκκλησάκι χρόνια το έβλεπα, ποτέ δεν είχα σταματήσει. Είπα χρονιάρες μέρες να κάνω μια στάση.

Το φως λίγο πριν φύγει, πέφτοντας λοξά, αλλά με δύναμη ακόμα, έδινε στο τοπίο πέρα από τρεις διαστάσεις. Ολο σκιές κι ανοίγματα λαμπερά, τα πεύκα ακίνητα κι όμως τόσο ζωντανά σαν να σου μιλούσαν. Ο ουρανός με σύννεφα μικρά μικρά αλλά πυκνά, με ύφος το καθένα και προσωπικότητα, άλλαζαν τα χρώματά τους αδιόρατα.

Ετσι όλα, ενώ έμοιαζαν στάσιμα, κυλούσαν απ’ τη μια εικόνα στην άλλη και έκαναν τη ζωή να φαντάζει εύκολη κι ευτυχισμένη σαν την πρώτη ανάσα μωρού παιδιού μόλις που είχε αφήσει τη ροδαλή προστασία της μητρικής γαστέρας.

Κατέβηκα και πλησίασα. Στον αυλόγυρο μια καλόγρια είχε στήσει την πραμάτεια της. Σταυρουδάκια, εικονίτσες ούτε βυζαντινής τεχνοτροπίας ούτε δυτικής. Σημερινής εμπνεύσεως. Στο χείλος του κιτς. Μερικά μπουκαλάκια με αγιασμό, κομποσκοίνια και φυλαχτά που περιείχαν Κύριος οίδε τι.

Δεν αγόρασα τίποτα, έκανα πως δεν τα είδα, από διακριτικότητα, μην την προσβάλω, και μπήκα στον ναό.

Με ακολούθησε σαν σκιά προσέχοντας όλες μου τις κινήσεις. Σε μια γωνιά η εικόνα της Παναγίας με το Θείο Βρέφος ανέδιδε ένα έσω φως, μια ηδύτητα σεπτή και έτσι φωτισμένη από ένα κερί που έλειωνε, ευλογημένη.

Την ήθελα αυτή την εικόνα, ήθελα να την κρατήσω και πέρα απ’ τον σκληρό (και φορές αδυσώπητο) δίσκο της μνήμης.

Ετρεξα να πάρω τη μηχανή απ’ τ’ αυτοκίνητο, να τη φωτογραφίσω. Η καλόγρια από πίσω μου, να τρέχει κι αυτή με τα ράσα να μπερδεύονται στα πόδια της, σαν θρεμμένη πάπια με λαβωμένο πόδι.

Πήρα τη μηχανή, ξαναμπαίνω στην εκκλησία, πίσω μου η αγία, κέρβερος.

Δεν πρόλαβα να νετάρω και ακούω πίσω απ’ τον ώμο, ένα λίγο σαν φωνή μα πιο πολύ κρώξιμο.

–Ε όχι και στην εκκλησία φωτογραφίες.

Τα ‘χασα. Εμεινα να την κοιτάω. Ηθελα να της πω. Μα την εικόνα θα φωτογραφίσω. Εδώ γίνονται γάμοι, βαφτίσια με φωτογράφους με φλας, άλλοι με βίντεο, ολόκληρο συνεργείο, άλλοι στήνονται για σέλφι μπροστά στον Εσταυρωμένο. Κι εγώ που θέλω να σώσω τη στιγμή, εγώ σε πείραξα κυρία καλόγρια. Εγώ προσβάλλω τον ιερό χώρο κι όχι εσύ με την τάβλα που έχεις στήσει στο προαύλιο για να πουλήσεις τη χυδαία σου πραμάτεια.

Ομως δεν είπα τίποτα. Μάζεψα τα βρεμένα μου και βγήκα.

Τώρα πια ο ήλιος είχε φύγει για τα καλά. Το τοπίο ίσα που το ‘παιρνε ο ύπνος.

Φεύγοντας γύρισα το κεφάλι να τη δω.

Δεν φαινόταν τίποτα.

Μαύρη αυτή, μαύρη η νύχτα.

Την κατάπιε το σκοτάδι.

Χρόνια μας πολλά.

Ευτυχισμένος ο Καινούργιος.

* Τίτλος σε πίνακα του Κωνσταντίνου Παρθένη