To 1992, όταν η Ελλάδα φώναζε απ’ άκρου εις άκρον «Η Μακεδονία είναι ελληνική», ντυμένη Μεγαλέξαντρος με σάρισες και περικεφαλαίες, ελάχιστοι σοβαροί άνθρωποι έψαχναν να βρουν πού θα δημοσιεύσουν την αντίρρησή τους στην εθνική υστερία την οποία είχαν διατυπώσει σε ένα καταστατικό κείμενο υπό τον τίτλο «Η ελληνική Μακεδονία είναι ελληνική». Ανάμεσα στους βασικούς συντάκτες εκείνου του κειμένου ήταν ο ιστορικός Φίλιππος Ηλιού και ο διευθυντής του περιοδικού «Πολίτης» Αγγελος Ελεφάντης. Φωνή βοώντος. Μέσω της ελληνικής στάσης, πάντως, εμείς δημιουργήσαμε από το τίποτα ένα ανύπαρκτο «εθνικό» ζήτημα, που μόνο λόγω ευτυχών συγκυριών δεν μετέτρεψε τη γειτονική χώρα σε κομμάτι της βαλκανικής παράνοιας του τέλους του 20ού αιώνα.

Τι ακριβώς ήταν το Μακεδονικό το είχε περιγράψει ο ιστορικός Φίλιππος Ηλιού σε συνέντευξή του στον Νίκο Φίλη (εφημ. «Εποχή», 21/2/1993). Υποστήριζε ο Ηλιού, απαντώντας στο εθνικόφρον σύνθημα «Η Μακεδονία ήταν, είναι και θα είναι ελληνική»:

«Γιατί θέλουμε να ξεχνούμε ότι η ελληνική Μακεδονία έγινε ελληνική κατά τον εικοστό αιώνα, μέσα από ένα σπαρακτικό ξερίζωμα πληθυσμών, με αμοιβαίες ανταλλαγές πληθυσμών, με τον ερχομό των μικρασιατών Ελλήνων μετά την καταστροφή; Η σημερινή πληθυσμιακή σύνθεση της Μακεδονίας είναι, κατά κύριο λόγο, αποτέλεσμα των ανταλλαγών πληθυσμών και όχι της επιβίωσης γηγενών ελληνικών πληθυσμιακών συνόλων».

Οι θέσεις του Ηλιού ήταν μειοψηφικές και στη λεγόμενη, τότε, ανανεωτική Αριστερά. Στην πορεία, πρώτος ο Λεωνίδας Κύρκος, αργότερα και άλλοι έκαναν αυτοκριτική.

Είκοσι πέντε χρόνια μετά ο Τσίπρας υποτίθεται ότι έχει μια ευκαιρία να λύσει το πρόβλημα. Πόθεν; Επειδή, λέει, κυβερνούν μερικοί από τους επιγόνους του Ηλιού, του Ελεφάντη και του κόμματος του Κύρκου. Είναι αυτό προϋπόθεση; Επ’ ουδενί –και όχι επειδή υπάρχουν εθνικόφρονες μακεδονομάχοι με DNA Μεγαλέξαντρου στις φλέβες τους και εντός του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επειδή οποιαδήποτε λύση τέτοιου θέματος περνά από τον Πάνο Καμμένο, έναν πολιτικό του εθνικοπατριωτικού κιτς που κράδαινε τις σάρισες και ήταν με όσους ισχυρίζονταν ότι ο Βουκεφάλας δεν ήταν Ζάσταβα.

Αυτό όμως ο Τσίπρας το ξέρει. Γιατί, λοιπόν, ανακινεί το θέμα;

Επειδή πιστεύει ότι, ακόμα μια φορά, μπορεί να βάλει στο χέρι τους πρώην γερμανοτσολιάδες και την πρώην τρόικα εσωτερικού. Οτι μπορεί να μετατρέψει το Μακεδονικό σε κεντρόφυγο παράγοντα για τα κόμματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Εξαιρετικά αμφίβολος στόχος. Η αξιωματική αντιπολίτευση, ρητώς, είπε στον Πρωθυπουργό: «Εχετε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αφού θέλετε λύστε το μόνοι», δηλώνοντας έτσι την επιθυμία να μην ασχοληθεί καν με το πρόβλημα. Το ΠΑΣΟΚ δεν έχει λόγο να συμπεριφερθεί διαφορετικά. Η ταυτότητα του Βουκεφάλα είναι στα χέρια του Καμμένου και του Κοτζιά, που ως γνωστόν με τις υποθήκες του Ηλιού κοιμούνται, με την αυτοκριτική του Κύρκου ξυπνάνε.

Εν πάση περιπτώσει, έχω την αίσθηση ότι, ακόμα μια φορά, τσάμπα συζητάμε. Το πρόβλημα θα λυθεί, όταν λυθεί, χωρίς εμάς. Και θα το λύσει ο χρόνος. Οπως άλλωστε είχε προβλέψει ένας γελοιογράφος: «θα ‘ρθει μια μέρα που όλοι θα τη λένε Μακεδονία αλλά εμείς (και η Βουλγαρία) θα τη φωνάζουμε Νίτσα».