Την τελευταία του χρονιά στο πανεπιστήμιο παρακολούθησε το μάθημα μιας δημοσιογράφου που είχε κερδίσει Πούλιτζερ με την εφημερίδα «Providence Journal». Την έλεγαν Τρέισι Μπρέτον. Οταν τελείωσαν τα μαθήματα, του πρότεινε να δουλέψει ως ρεπόρτερ σε ένα ψαροχώρι του Ρόουντ Αιλαντ. Εκείνος δίσταζε, δεν ήθελε να ακολουθήσει έναν τόσο προβλέψιμο δρόμο, προτιμούσε να κάνει κάτι δικό του. «Αρθουρ», του είπε η Τρέισι, «απ’ όσο δούλεψα μαζί σου, πιστεύω ότι θα σ’ αρέσει. Δοκίμασε. Κι αν δεν σου πάει, μπορείς πάντα να κάνεις κάτι άλλο».

Ο Α.Τζ. Σουλτσμπέργκερ δοκίμασε. Και του άρεσε. Για την ακρίβεια, εθίστηκε. Κάθε πρωί τηλεφωνούσε στον διοικητή της αστυνομίας και ρωτούσε αν είχε συμβεί κάτι. Κάλυπτε τις συνεδριάσεις του δημοτικού συμβουλίου και των σχολικών επιτροπών. Τη μισή μέρα μάθαινε και την άλλη μισή δίδασκε. Υστερα δούλεψε σε άλλες εφημερίδες. Πήγε για δύο χρόνια στο Κάνσας Σίτι, ένας χορτοφάγος στη «Μέκκα του κρέατος». Και την ερχόμενη Δευτέρα αναλαμβάνει τη θέση που κατείχε ο πατέρας του, ο Αρθουρ Οξ Σουλτσμπέργκερ Τζούνιορ, από τότε που συνταξιοδοτήθηκε ο δικός του πατέρας, ο Αρθουρ Οξ (Παντς) Σουλτσμπέργκερ: εκδότης της «Νew York Times».

Μα δεν πεθαίνει το χαρτί; Οχι, βεβαιώνει ο 37χρονος Α.Τζ. στη συνέντευξη που έδωσε πριν από λίγες ημέρες στον Ντέιβιντ Ρέμνικ, διευθυντή του περιοδικού «New Yorker». Αντίθετα, αυτό που αποδείχθηκε είναι ότι το χαρτί συνυπάρχει άριστα με το κινητό ή την ταμπλέτα. Στους περισσότερους αναγνώστες δεν αρέσει τίποτα περισσότερο από το να διαβάζουν τις καθημερινές την εφημερίδα τους στο κινητό, ενώ πηγαίνουν με το μετρό στη δουλειά. Και το Σαββατοκύριακο να μοιράζονται τα διάφορα ένθετα με την υπόλοιπη οικογένειά τους.

Ο Ντόναλντ Τραμπ κατηγορεί τη «New York Times» ότι διακινεί fake news και τη χαρακτηρίζει «αποτυχημένη» (σας θυμίζει κάτι;). Παρ’ όλα αυτά, ή ακριβώς γι’ αυτό, ο αριθμός των συνδρομητών της αυξάνεται διαρκώς: σήμερα φτάνει τα 3,5 εκατομμύρια, εκ των οποίων τα 2,5 εκατομμύρια έχουν αποκλειστικά ψηφιακή συνδρομή. Συμπεράσματα δύο. Οι λαϊκιστές κάνουν καλό στην υγεία των σοβαρών εφημερίδων. Και οι πολίτες εμπιστεύονται τον σοβαρό Τύπο περισσότερο από τους αστείους πολιτικούς. Τουλάχιστον στην Αμερική.

Η συνταγή της επιτυχίας είναι πάντα η ίδια: σοβαρότητα, ακρίβεια, ελκυστικό γράψιμο. Ο Σουλτσμπέργκερ προσθέτει την αντικειμενικότητα, ο Ρέμνικ λέει ότι η λέξη τού θυμίζει επιστημονικό εργαστήριο, προτιμά την αμεροληψία. Μεγάλη σημασία έχει και η παρουσία στα social media. «Μα εσύ έχεις γράψει δύο tweets τα τελευταία δέκα χρόνια» του λέει ο Ρέμνικ. «Ναι, έχεις δίκιο» απαντά ο Α.Τζ. «Πιστεύω πολύ στην ιδιωτικότητα. Πιστεύω άλλωστε ότι για να κάνω τη δουλειά μου αποτελεσματικά δεν χρειάζεται να είμαι στα social media, αλλά να καταλαβαίνω πώς δουλεύουν».

Συμπέρασμα γενικό. Οποια εξουσία επενδύει στον θάνατο του Τύπου είναι βαθιά νυχτωμένη. Και όχι μόνο στην Αμερική.