Με την έφεση που τον διακρίνει στις μεταμφιέσεις, μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς τον Πάνο Καμμένο στο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών. Μπορεί να τον δει από τώρα να περνά την είσοδο του Προεδρικού Μεγάρου ντυμένος ανυπότακτος και να βγαίνει από αυτό ντυμένος ήρωας. Να δηλώνει ότι ήταν αυτός που όρθωσε τα στήθη του για να μείνει αμόλυντο το όνομα «Μακεδονία» και αυτός που τίμησε το δάκρυ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Λίγος καραμανλισμός δεν έβλαψε ποτέ και κανέναν. Και αν πασπαλιστεί με άχνη εθνικισμού, ο κουραμπιές είναι έτοιμος. Το ερώτημα από αυτήν την άποψη δεν είναι εάν θα τον προσφέρει η λάιτ Ακρα Δεξιά του Καμμένου, αλλά ποιος θα τον καταπιεί. Αν θα βρει κοινό –εκείνο το κοινό που διαδήλωνε υποχρεωτικά στα μαθητικά του χρόνια για του «Αλεξάνδρου τη χώρα» και τώρα, κάπου στα σαράντα πια, βλέπει τη ζωή να έχει προσπεράσει όλες τις εθνικιστικές μας ονειρώξεις. Ή αν θα το βρει στην προηγούμενη γενιά, εκείνη που σχεδόν χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε στη δίνη μιας αλυτρωτικής φενάκης.

Επιβεβαιώνοντας εκείνον τον αφορισμό του Σάμιουελ Τζόνσον για την ποιότητα εκείνων που καταφεύγουν στον εθνικισμό, οι ΑΝΕΛ βλέπουν πιθανότατα μια ευκαιρία να επιβιώσουν πολιτικά χάρις σε μια ευκαιρία για το Μακεδονικό που μπορεί να είναι και η τελευταία πριν περάσουν δυο-τρεις δεκαετίες για να έρθει η επόμενη. Από τις δύο ευκαιρίες, ο Καμμένος ξέρει ποια δεν πρέπει να αφήσει να πάει χαμένη, ξέρει ποια ατζέντα πρέπει να υπηρετήσει για να συνεχίσει τις αγαπημένες του μεταμφιέσεις. Ξέρει και ποιον στριμώχνει –τον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά δεν τον νοιάζει: αν για τους ΑΝΕΛ ισχύει ο αφορισμός του Σάμιουελ Τζόνσον, για τους συριζαίους ισχύει ο αφορισμός του Λένιν για τους χρήσιμους ηλίθιους.