«Τι ζητάς νεαρέ μου; Ουδεμία τοιαύτη υφίσταται περίπτωσις! Αδίκως κουβαλήθηκες!» αγανάκτησε ο Αϊ-Βασίλης και αν δεν τον συγκρατούσαν οι ευσεβείς του τρόποι, μπορεί και με έδιωχνε με τις κλωτσιές.

Ο Αϊ-Βασίλης (όχι από τη Φινλανδία αλλά από την Καισάρεια της Καππαδοκίας, από όπου προέρχεται επίσης το τυρί κασέρι), ο αληθινός Αϊ-Βασίλης ουδόλως μοιάζει με τον χοντρό, τον ντυμένο στα κατακόκκινα, με την αφράτη γενειάδα και το τρανταχτό γέλιο που έχει λανσάρει εδώ κι έναν σχεδόν αιώνα η Κόκα-Κόλα. Ο αληθινός Αϊ-Βασίλης είναι ένας ψηλός-ψηλός καλόγερος, εξαϋλωμένος από τη νηστεία και την προσευχή. Μένει στην έρημο, σε ένα μισογκρεμισμένο μοναστήρι που δεν το πιάνει ανθρώπου μάτι ούτε καν οι κάμερες των δορυφόρων. Μιλάει στρυφνά, φτύνει τις λέξεις σαν παλαιός δημοδιδάσκαλος. Μυρίζει σκόρδο. Φυσάει κάθε λίγο τη μύτη του –λόγω της υγρασίας υποφέρει μονίμως από συνάχι. Το μόνο κοινό που έχει με την καθ’ ημάς εικόνα του είναι ότι πράγματι μοιράζει κάθε χρόνο δώρα στα παιδιά. Και εγώ έχω έρθει τώρα εδώ, στο άντρο του, για να τον πείσω να επεκτείνει την αγαθοεργή του δράση στους μεγάλους.

«Οι μεγάλοι, πρώτον, αρνούνται την ύπαρξή μου! Με έχουν για μύθο, για κατασκεύασμα που οι ίδιοι συντηρούν για τα κουτσούβελά τους…» παραπονιέται. «Και για να ενισχύεται, γιορτάρες μέρες, η κίνηση στα μαγαζιά» συμπληρώνω. «Δεν χαίρεστε; Ελάχιστοι σάς πιστεύουν, ελάχιστοι συνεπώς θα απευθυνθούν στην αγιότητά σας. Ο μόχθος σας δεν θα αυξηθεί σημαντικά».

Οι βοηθοί, τα «ξωτικά» του, με κοιτάνε δύσπιστα. Πρόκειται για μιά ντουζίνα παλικαράκια που μαρτύρησαν κατά τον διωγμό του Διοκλητιανού το 303 μ.Χ. και μαρτυρούν ακόμα, ιδροκοπώντας νυχθημερόν υπό τις διαταγές του Αϊ-Βασίλη –θεϊκή ανταμοιβή που θα έπρεπε, υποτίθεται, να τα κάνει πανευτυχή. Το μόνο που τους δίνει στα αλήθεια χαρά είναι ότι από τα Φώτα μέχρι τη Σαρακοστή το αφεντικό τους τα αμολάει ελεύθερα. Κι εκείνα φτερουγίζουν σε Λονδίνα, Βερολίνα, Νέες Υόρκες και το ρίχνουν στο σόπινγκ, στο κλάμπινγκ, στο φάκινγκ. Την Καθαρή Δευτέρα ωστόσο πρέπει, σαν άλλες Σταχτοπούτες, να επιστρέψουν στην έδρα τους.

«Οι μεγάλοι έπειτα θα μού παραγγέλνουν δώρα τελείως παράλογα…. Είτε ξεδιάντροπα υλιστικά. Είτε αμαρτωλά». «Εννοια σας» τον καθησυχάζω. «Κανείς δεν προσδοκά από τον Αϊ-Βασίλη να σταματήσει τους πολέμους, να θεραπεύσει τις αρρώστιες, να διαγράψει έστω τα κόκκινα δάνεια. Ξέρουν πολύ καλά ποιος είσθε, ποια αρμοδιότητα σάς έχει δοθεί. Κανείς εξάλλου από όσους λιγουρεύονται πανάκριβα αυτοκίνητα, χλιδάτες διακοπές, μετάξια και κοσμήματα δεν θα απευθυνθεί ποτέ σε εσάς. Οι βουλιμικοί δεν ονειρεύονται. Μπουκώνονται απλώς ή ξερογλείφονται μπροστά σε φωταγωγημένες βιτρίνες. Μετράνε και ξαναμετράνε τα λεφτά τους, σχεδιάζουν και ξανασχεδιάζουν τις καριέρες τους… Δεν κινδυνεύετε, σάς το εγγυώμαι, από δαύτους!».

«Και οι λάγνοι; Αμα μού ζητήσουν…» για μια στιγμή κομπιάζει, «αν μου γυρέψουν σαρκικές ηδονές;». «Μα γιατί ρίχνετε στο πυρ το εξώτερον τον έρωτα;» τον προκαλώ στα ίσα. «Ο εν στύσει άνδρας, η γυμνή γυναίκα – εφόσον δεν αποτελούν τρόπαια, εφόσον δεν κινούνται από συμφέρον – μοσχοβολούν παράδεισο. Ευλογείτε τα πιτσιρίκια όταν παίζουν. Τους μεγάλους όμως τούς αφορίζετε…». «Ο πόθος» μού απαντάει ο Αϊ-Βασίλης «είναι ο ασκός του Αιόλου. Οποτε ανοίγει δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο διάβα του». «Ο πόθος» επιμένω «είναι ο αέρας που φουσκώνει τα πανιά μας. Στην απουσία του βαλτώνουμε. Μουχλιάζουμε. Δυο χιλιετίες τώρα τον μάχεστε. Μάταια. Μονάχα να τον διαστρεβλώσετε πετύχατε, μονάχα να τον καταντήσετε συχνά νοσηρό. Να τον χαρίσετε στο πονηρό…». «Μη με μπλέκεις σε υποθέσεις ενηλίκων!» νευριάζει τότε. «Εγώ είμαι ο άγιος των νηπίων». «Που τα περνάτε για αγγελούδια; Με αυτό το πλευρό να κοιμάστε! Εκ γενετής ο άνθρωπος περιέχει τα πάντα. Τα κρείττω και τα φαύλα. Κάποιοι γεννιούνται ήδη γερασμένοι. Κάποιοι πεθαίνουν, στα ενενήντα τους, παιδιά ακόμη».

«Γιατί με σκοτίζεις νεαρέ μου; Ξέρεις πόσο πιο πειστικά, πόσο πιο ποιητικά έχω ακούσει όσα μού τσαμπουνάς; Θα μού αλλάξεις τώρα εσύ μυαλά;». «Δεν τρέφω τέτοια φιλοδοξία» αναδιπλώνομαι. «Εγώ ένα δώρο για τον εαυτό μου ήρθα να σάς ζητήσω. Πάνε -φευ! – πολλά χρόνια που έχω ανεπανόρθωτα ενηλικιωθεί. Για να μη θεωρήσετε συνεπώς ότι αιτούμαι προσωπική εξυπηρέτηση, ρουσφέτι, είπα να βάλω την επιθυμία μου σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Να την ιδεολογικοποιήσω αν με εννοείτε…». «Δώρο για σένα; Σαν τι δηλαδή;». Μία υποψία χαμόγελου αχνοφαίνεται κάτω από τα μουστάκια του.

Με κυριεύει αίφνης ντροπή. Για να γυρέψεις κάτι απ’ τον Αϊ-Βασίλη, για να τού απευθυνθείς ακόμα-ακόμα, πρέπει να διατηρείς την παιδική σου τόλμη. Να πιστεύεις ακλόνητα. Οχι σε εκείνον. Στον εαυτό σου.

«Ξεχάστε το…» ψελίζω. Νιώθω – από τη μια στιγμή στην άλλη – παράταιρος, γελοίος σε εκείνο το παραμυθένιο περιβάλλον. «Να πηγαίνω τώρα…».» «Ετσι συμβαίνει σχεδόν με όλους!» λέει ο Αγιος. «Φτάνουν μέχρι τη βρύση και νερό δεν πίνουν. Εάν δεν μπορείς να το αρθρώσεις, γράψε το». Ενα ξωτικό μού δίνει χαρτί και καλαμάρι. Με τρεμάμενο χέρι σημειώνω την επιθυμία μου. Διπλώνει το χαρτί, το κλείνει σε έναν φάκελο και το πετάει σε ένα μεγάλο κουτί. «Επιθυμίες Ενηλίκων» λέει η ταμπέλα επάνω του. «Να ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα διότι το φρούτο, άμα σαπίσει, γίνεται δηλητήριο».

Κλείνω τα μάτια και επιστρέφω στην Κυψέλη.