Τέτοιες μέρες, πριν από τρία χρόνια: η Βουλή ψήφιζε για να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Στην τρίτη ψηφοφορία, 29 Δεκεμβρίου, ο μοναδικός υποψήφιος πήρε 168 ψήφους, με 132 βουλευτές να δηλώνουν «παρών». Κι έπειτα η Βουλή διαλύθηκε, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, ώστε μια νέα Βουλή να εκλέξει Πρόεδρο με απλή πλειοψηφία.

Τότε το είχαμε προεξοφλήσει. Κι έπειτα το είχαμε ξεχάσει. Ηρθε να μας το θυμίσει μια παράδοξη –και παραδόξως οξεία –συζήτηση που άνοιξε αυτές τις μέρες. Δεν σας ρίξαμε εμείς, «κάποιοι που κορόιδεψαν τον λαό λέγοντας ψέματα» –είπε ο Νίκος Βούτσης. «Οι θεσμικοί σας εταίροι σάς οδήγησαν σε αποδρομή από την εξουσία». Εσείς μας ρίξατε –απάντησε ο Δημήτρης Σταμάτης. «Εκείνοι μας τράβηξαν το χαλί, αλλά εσείς αναλάβατε την ιστορική ευθύνη να ρίξετε την κυβέρνηση». «Ο λαός σάς έριξε» –έκλεισε τη συζήτηση ο Αλέξης Τσίπρας, παρακάμπτοντας μ’ ένα κλασικό σχήμα ρητορικής ευκολίας το ερώτημα που είχε τεθεί.

Θέλουμε – δεν θέλουμε, λοιπόν, ξαναζούμε εκείνες τις μοιραίες μέρες του 2014. Οχι τόσο για να βρούμε τη σωστή απάντηση στην αντιδικία Βούτση – Σταμάτη, που μικρή σημασία έχει πια. Οσο για να βρούμε τι άφησε πίσω της εκείνη η αναμέτρηση.

Αφησε, πρώτα, ένα θεσμικό τραύμα. Για πρώτη φορά, η αδυναμία της Βουλής να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας οδηγούσε σε πρόωρες εκλογές. Είχε ξανασυμβεί, το 1990, αλλά τότε δεν υπήρχε στοιχείο εκβιασμού, αφού υπήρχε άτυπη συμφωνία όλων των κομμάτων της Βουλής που ήθελαν να διακόψουν τον βίο της οικουμενικής κυβέρνησης Ζολώτα, στην οποία συμμετείχαν. Αυτή τη φορά, μια πρόνοια του Συντάγματος που είχε θεσπιστεί για να υποχρεώνει τα κόμματα της Βουλής σε συναινετική εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας (αφού ο συνταγματικός νομοθέτης δεν φανταζόταν μια Βουλή πρόθυμη να αυτοδιαλυθεί), χρησιμοποιήθηκε για τον ακριβώς αντίθετο σκοπό, για να εκβιαστούν πρόωρες εκλογές. Το τραύμα δεν επουλώνεται παρά με συνταγματική αναθεώρηση.

Αφησε, έπειτα, ένα πολιτικό τραύμα. Οι σχέσεις μεταξύ κομμάτων είναι παντού και πάντα ανταγωνιστικές. Στην παράδοση του ελληνικού κοινοβουλευτισμού είναι συχνά κάτι παραπάνω από ανταγωνιστικές. Είναι σχέσεις αλληλοεξόντωσης. Είναι ο θάνατός σου η ζωή μου. Και τα κόμματα εξουσίας μοιάζουν συχνά με στρατούς κοντοτιέρων, που οι αρχηγοί τους είναι υποχρεωμένοι να στήνουν πολέμους για να τρέφουν ένα αδηφάγο στράτευμα πολιτευτών. Αλλά ποτέ άλλοτε, νομίζω, η ελληνική πολιτική ζωή δεν έμοιαζε τόσο με fight club, μ’ έναν πόλεμο χωρίς κανόνες και με κομμένες τις γέφυρες επικοινωνίας, όσο από το 2012 κι ύστερα.

Δεν είναι δύσκολο να συμφωνήσουμε στο ποιος φέρει τη βασική ευθύνη. Τη φέρει ο ελαύνων προς την εξουσία –με ορμή νεοφωτίστου, που έλεγαν τα παλιά βιβλία Ιστορίας –ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ του «ή εμείς ή αυτοί». Ο ΣΥΡΙΖΑ που έλεγε «ο κίνδυνος χρεοκοπίας ήταν παραμύθι με δράκο» και «σχίζουμε τα Μνημόνια μ’ έναν νόμο κι ένα άρθρο» και που είχε εντάξει τη βία στο λεξιλόγιό του, με τους «γερμανοτσολιάδες», τους «μερκελιστές» και τα γιαουρτώματα. Αλλά μερίδιο ευθύνης έχει και η πλευρά του Αντώνη Σαμαρά, που επέλεξε να μην αναγνωρίσει ποτέ τον ΣΥΡΙΖΑ της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως θεσμικό συνομιλητή, αλλά ως αποσυνάγωγο, ως εισβολέα. Που χάραξε μια γραμμή υγειονομικής απομόνωσης του αντιπάλου και έδωσε τη μάχη του 2014-15 με εμφυλιοπολεμικούς όρους της δεκαετίας του ’50 –«δεν θα παραδώσουμε ποτέ τη χώρα στην Αριστερά».

Το αποτέλεσμα ήταν όχι μόνο να μηδενιστούν οι λίγες ελπίδες συναινετικής εκλογής Προέδρου, αλλά να μας μείνει κι ένα fight club αντί πολιτικής.

Θα μπορούσαν τα πράγματα να εξελιχθούν αλλιώς στην προεδρική εκλογή; Ισως. Μια λύση θα ήταν ένας συμβιβασμός που θα επέτρεπε συναινετική εκλογή Προέδρου, ώστε η κυβέρνηση Σαμαρά να έχει τον χρόνο να ολοκληρώσει την έξοδο από το Μνημόνιο και οι εκλογές να γίνουν σε συμφωνημένο χρόνο, τον Ιούνιο ή τον Οκτώβριο του 2015. Αλλά στο τοξικό περιβάλλον της εποχής, όπου είχαν συσσωρευτεί τόνοι μισαλλοδοξίας και όπου σκηνοθετούνταν γελοίες δήθεν συνωμοσίες εξαγοράς ψήφου βουλευτών, ο συμβιβασμός ήταν πια αδύνατος.

Κι έτσι οδηγηθήκαμε στο αναπόφευκτο. Τις εκλογές, το επτάμηνο Βαρουφάκη, τη στροφή του Ιουλίου και το σύντομο διάλειμμα συναίνεσης, που εξατμίστηκε γρήγορα. Κι αυτό είναι το τρίτο που αφήνει πίσω της εκείνη η ιστορία. Την αίσθηση μιας χαμένης ευκαιρίας. Υπήρχε πράγματι η ευκαιρία να ολοκληρωθεί στις αρχές του 2015 η τελευταία αξιολόγηση του δεύτερου Μνημονίου και να οργανωθεί η επιστροφή στις αγορές, πριν γίνουν εκλογές –τις οποίες θα κέρδιζε πιθανότατα και μάλλον ευκολότερα ο ΣΥΡΙΖΑ, απαλλαγμένος από την «υποχρέωση» να φλερτάρει με την καταστροφή πριν υποστεί τη βίαιη ωρίμασή του. Το μέτρο αυτής της χαμένης ευκαιρίας μάς το δίνει η Πορτογαλία. Η χώρα έζησε τη μνημονιακή της περιπέτεια με ασύγκριτα μικρότερο κοινωνικό και οικονομικό κόστος από εμάς, ακριβώς επειδή οι πολιτικές της ηγεσίες είχαν την ωριμότητα να συναινέσουν τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος της διαδρομής. Και να μην αλλάξουν άλογο –κυβέρνηση –στη μέση του μνημονιακού ποταμού. Ο Τσίπρας θα μπορούσε, ίσως, να γίνει Κόστα. Η Ελλάδα, σίγουρα, μπορεί να είχε κερδίσει τα χαμένα χρόνια.

Η ευκαιρία χάθηκε. Αυτό δεν διορθώνεται. Αλλά τουλάχιστον θα έπρεπε να μην επαναληφθεί το πάθημα. Και δεν είμαι σίγουρος ότι αυτός ο κίνδυνος είναι πίσω μας.