Τέτοιες μέρες το μακρινό 1990, για την ακρίβεια παραμονή Χριστουγέννων(!), η τότε κυβέρνηση, πιεζόμενη, σχεδόν συρόμενη, από επικείμενη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά της Ελλάδος, ακολουθώντας την πεπατημένη σε τέτοιες περιστάσεις, μια και η Βουλή είχε κλείσει για τις διακοπές, εξέδιδε Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου «Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών», την οποία στη συνέχεια κύρωσε ο Ν. 1920/1991, που ισχύει και σήμερα…

Αιφνιδίως (;) την παρελθούσα εβδομάδα, την ίδια ώρα που στη Βουλή συζητείται ο περιορισμός της εφαρμογής του μουσουλμανικού δικαίου, της λεγόμενης «σαρίας», στη μουσουλμανική μειονότητα, και επιχειρείται ένας άτολμος εκσυγχρονισμός με την εφαρμογή της μόνον εάν συμφωνούν τα μέρη, τέθηκε ζήτημα εκλογής μουφτή, και μάλιστα τονίστηκε από τον αρμόδιο υπουργό ότι αυτό που μένει να εξετασθεί είναι ποιοι θα αποτελούν το εκλεκτορικό σώμα…

Ομολογώ ότι δεν αντιλαμβάνομαι πώς θα προχωρήσουμε στη θέσπιση της εκλογής του μουφτή, ενόσω αυτός θα εξακολουθεί να έχει δικαστικά καθήκοντα, καλούμενος να εφαρμόσει τη σαρία, έστω και προαιρετικώς, εάν τελικώς ψηφιστεί η προτεινόμενη κολοβή αυτή νομοθετική ρύθμιση…

Εκείνο, όμως, που με ανησυχεί ιδιαίτερα είναι ότι έγινε σύνδεση της εκλογής μουφτή με την εκλογή του Οικουμενικού Πατριάρχη και μάλιστα σύγκριση των εκλεκτορικών σωμάτων. Αυτή η σύγκριση έγινε και στις δηλώσεις του προέδρου της Τουρκίας κατά τη σύντομη παραμονή του στη Αθήνα, πριν επισκεφθεί τους «ομοεθνείς» του, όπως τους αποκάλεσε, στη Θράκη, ο οποίος μάλιστα έκανε λόγο για «αρχιμουφτή» που προβλεπόταν στη Συνθήκη των Αθηνών του 1913, πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών, μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης.

Λησμονείται, προφανώς, ότι η Τουρκία παγίως θεωρεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο όχι ως νομικό πρόσωπο δημοσίου διεθνούς δικαίου, αλλά ως το «Πατριαρχείο των Ρωμιών» (Rum Patrikhanesi) και το υπάγει στη δικαιοδοσία του νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως.

Λησμονείται, επίσης, ότι η διαδικασία εκλογής «Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικού Πατριάρχη», μετά τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του Πατριαρχείου από το 1923 σε αυστηρώς θρησκευτικά πλαίσια, έχει ασφυκτικώς προσδιοριστεί από την απόφαση του νομάρχη Istanbul (tezkere) υπ’ αριθ. 1092 του έτους 1923, συμπληρώθηκε δε με την οδηγία (talimat) του έτους 1970, βασικό στοιχείο της οποίας είναι η δυνατότητα του νομάρχη να διαγράφει από τον κατάλογο των υποψηφίων, αναιτιολογήτως, όσους κρίνει «μη καταλλήλους» για το αξίωμα.

Η δυνατότητα, εξάλλου, που πράγματι δόθηκε το 2009 από την τουρκική κυβέρνηση , την οποία όλως επιλεκτικώς και προσφυώς πρόβαλε ο πρόεδρος Ερντογάν, να χορηγηθεί τουρκική υπηκοότητα και σε άλλους ιεράρχες του Θρόνου, δεν επιλύει τα ζητήματα καθώς προκειμένης εκλογής πατριάρχη το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι έχουν οι ιεράρχες εκείνοι που όχι μόνο είναι τούρκοι υπήκοοι, αλλά και ασκούν τα καθήκοντά τους εντός της τουρκικής επικράτειας….

Η αποσπασματικότητα και προχειρότητα με την οποία τίθενται προς συζήτηση τόσο σύνθετα και αλληλένδετα ζητήματα φοβούμαι ότι επιδεινώνεται σοβαρώς από το γεγονός της συντρέχουσας αρμοδιότητας δύο υπουργών, του υπουργού Παιδείας που είναι αρμόδιος για τις μουφτείες και του υπουργού Εξωτερικών που είναι αρμόδιος για το Πατριαρχείο…!

Είθε να γνωρίζει η αριστερά τι ποιεί η δεξιά!

Ο Ι. Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών