Με πρωτόγνωρη «αυτοθυσία» και αυστηρή στοίχιση στις επιταγές της ηγεσίας τους, οι βουλευτές της συγκυβέρνησης ψήφισαν και εξακολουθούν να ψηφίζουν ό,τι προηγουμένως καταδίκαζαν. Μεγάλες περικοπές στις συντάξεις, νέες αυξήσεις φόρων και εισφορών έγιναν νόμος του κράτους ενώ καυτά κοινωνικά και πολιτικά θέματα, όπως οι πλειστηριασμοί και τα εργασιακά, διευθετούνται τώρα με βάση τις υποχρεώσεις της τρίτης αξιολόγησης.

Οι δανειστές πήραν ό,τι επεδίωκαν από μία κυβέρνηση που είχε υποσχεθεί ότι θα καταργήσει τα Μνημόνια. Αντί για αυτό εφάρμοσε ένα τρίτο –ίσως το σκληρότερο –αναλαμβάνοντας δεσμεύσεις για νέα μέτρα που επεκτείνονται έως το 2020. Γι’ αυτό και έ χουν κάθε λόγο να αισθάνονται ικανοποιημένοι και να διαπιστώνουν πρόοδο στην πολιτική μεταρρυθμίσεων επιβραβεύοντας τη συγκυβέρνηση με τις δημόσιες τοποθετήσεις τους το τελευταίο διάστημα. Καλώς ή κακώς και παρά τις καθυστερήσεις, τα μέτρα που επιβλήθηκαν και η πολιτική που ακολουθείται παράγει πρωτογενή πλεονάσματα. Και αυτό επιτρέπει στους ευρωπαίους εταίρους μας, ύστερα από εφτά χρόνια αδιεξόδων, να εμφανίσουν στα εσωτερικά τους ακροατήρια ένα ελληνικό success story ως δικαίωση των δανείων που έχουν δώσει στην Ελλάδα. Αλλωστε όχι μόνο οι επερχόμενες εκλογές στην Ιταλία, αλλά και η άνοδος των δυνάμενων αμφισβήτησης της ΕΕ σε συνδυασμό με τις διεργασίες για τη νέα αρχιτεκτονική της ευρωζώνης απαιτούν αλλαγή του κλίματος. Επιτάσσουν να φύγει το πρόβλημα «Ελλάδα» από τη μέση, γιατί όσο θα παραμένει στην επικαιρότητα, τόσο θα εξακολουθεί να φωτίζει κακές και ευάλωτες, σε κριτική, πλευρές του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, τροφοδοτώντας φυγόκεντρες δυνάμεις.

Ομως, όσο και αν επιβραβεύουν την Ελλάδα οι δανειστές, άλλο τόσο κάνουν σαφές ότι θα επιμείνουν στην υλοποίηση των δεσμεύσεων μέχρι τέλους, όπως διαμήνυσε με τις δηλώσεις του ο Μάριο Ντράγκι βάζοντας πάνω στο τραπέζι το πιστόλι ενός νέου, τέταρτου Μνημονίου. Και ακόμη περισσότερο αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο να αφήσουν τη χώρα μας χωρίς πρόγραμμα σκληρής επιτήρησης μετά το τέλος του τρίτου Μνημονίου. Καταρχήν, γιατί δεν εμπιστεύονται ότι η σημερινή κυβέρνηση –αλλά και οποιαδήποτε επόμενη –δεν θα ανατρέψει μέτρα και αντιδημοφιλείς πολιτικές που επιβλήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια. Επιπλέον, γιατί η υπόθεση Ελλάδα δεν έχει τελειώσει. Απομένουν πολλά ακόμη να γίνουν προκειμένου η ελληνική οικονομία να βγει στο ξέφωτο χωρίς υποστήριξη και να είναι ανταγωνιστική στο διεθνές περιβάλλον. Αλλά και γιατί αυτό επιτάσσουν οι αγορές προκειμένου να δανείζουν στο μέλλον την Ελλάδα.

Παρ’ όλα αυτά το πρόβλημα, στη βάση του, παραμένει. Η ελληνική οικονομία, ύστερα από οκτώ χρόνια σκληρής λιτότητας, φέτος, μόλις και μετά βίας, αναμένεται να εμφανίσει ανάπτυξη της τάξης του 1,2- 1,6% χωρίς να προδιαγράφονται ιδιαίτερα καλύτερες προοπτικές για το άμεσο μέλλον Οι συντάξεις και οι μισθοί καταποντίστηκαν, οι φόροι και οι εισφορές εκτοξεύτηκαν, αλλά τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας παραμένουν οι μεγάλοι ασθενείς την ώρα που η χώρα αναζητά, ακόμη, παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης. Για το αποτέλεσμα αυτό, ευθύνη μεγάλη έχουν και οι δανειστές. Επέμεναν σε αφύσικα πρωτογενή πλεονάσματα και άναψαν το πράσινο φως σε αδιέξοδες τοξικές πολιτικές για την οικονομία, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την ανάπτυξη.