Σύμφωνα με έρευνα του Think Tank Pew Research Center που δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα, ένας στους δύο Ελληνες (53%) εκτιμά ότι το βιοτικό επίπεδο στη χώρα είναι σήμερα χειρότερο σε σχέση με πριν από πενήντα χρόνια. Και μετά βίας ένας στους τρεις (28%) πιστεύει ότι είναι καλύτερο. Δεν μου κάνει εντύπωση αν σκεφτώ ότι στην ωραιοποίηση και εξιδανίκευση της φτώχειας – βάσει του δόγματος «ο φτωχός είναι εξ ορισμού καλός και ο πλούσιος εξ ορισμού πλούσιος» – αναπτύχθηκε μία συνισταμένη του αντιμνημονιακού λόγου την οποία ακόμη καλλιεργεί η κυβέρνηση. Ενώ εδώ και κάποια χρόνια κυκλοφορεί (και αποθεώνεται) στο Διαδίκτυο ένα ανυπόγραφο κείμενο για τις γενιές που μεγάλωσαν πριν από τη δεκαετία του 1980, τότε που τα παιδιά έπιναν νερό κατ’ ευθείαν από τη βρύση και έπιαναν ψείρες αλλά έπαιζαν στις αλάνες και κοιμόντουσαν με ανοιχτά παράθυρα (για τις μωρομάνες εκείνης της εποχής που δεν υπήρχαν πάνες μιας χρήσης και έπρεπε να πλένουν ολημερίς στις σκάφες πανιά, ούτε λόγος).

Ηταν καλύτερο λοιπόν το βιοτικό μας επίπεδο τη δεκαετία του 1960; Και βέβαια όχι. Οι απομακρυσμένες συνοικίες των αστικών κέντρων και μεγάλο μέρος της περιφέρειας δεν είχαν ηλεκτροδότηση ούτε τρεχούμενο νερό, το ψυγείο ήταν πολυτέλεια, δεν υπήρχε αναπτυγμένο οδικό δίκτυο, τα ταξίδια έμοιαζαν με εκστρατείες και μία φίλη μου έλεγε προχθές πως αν το 1967 που η ίδια διαγνώστηκε με καρκίνο του στήθους υπήρχαν τομογράφοι στην Ελλάδα, θα τον είχε, ίσως, προλάβει. Ενώ πολύ αργότερα, το καλοκαίρι του 1987, πέθαναν από τον καύσωνα πάνω από 1.300 άτομα που θα ήταν πολύ λιγότερα αν τα σπίτια είχαν κλιματιστικά. Δεν ήταν όμως μόνο αυτά ούτε μόνο εκείνη η πάστα σεράνο που, όπως έγραφε διαδικτυακός «φίλος», για να την δοκιμάσει ο πατέρας του που έμενε τότε στην επαρχία, έπρεπε να περάσει στο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Ηταν ο περιορισμός της ελευθερίας έκφρασης, τα υπό απειλήν ατομικά δικαιώματα, το κράτος – μπαμπούλας, ο τιμωρός χωροφύλακας. Οπως το τραγουδούσε ο Σαββόπουλος παρομοιάζοντας την Ελλάδα με «ατέλειωτη παράγκα»: «Οχι, αυτό δεν είναι τραγούδι / είναι η τρύπια στέγη μιας παράγκας / είναι η γόπα που μάζεψε ένας μάγκας / κι ο χαφιές που μας ακολουθεί».

Στον αντίποδα, βέβαια, υπήρχε ένα όνειρο που έδειχνε ότι θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Η μεγάλη έξοδος προς την προοπτική. Η ιδέα ότι τα παιδιά θα ζήσουν καλύτερα από τους γονείς. Η φτώχεια δεν ύψωνε μόνο αδιέξοδα. Ηταν και αφετηρία απόδρασης. Το μέλλον χτιζόταν με το όραμα της πρόσθεσης. Οχι με το άγχος της αφαίρεσης… Αναφορές που αποτυπώνουν όμως ψυχική κατάσταση, όχι βιοτικό επίπεδο.

Αυτή ωστόσο είναι μια ψύχραιμη, ορθολογική αξιολόγηση. Γιατί έρχεται μετά ο παραχαράκτης της πραγματικότητας, το απόλυτο παυσίλυπο της ανθρώπινης ψυχής, η νοσταλγία. Και τα κάνει όλα μαντάρα. Επεμβαίνει στο φιλμ της ζωής μας, αλλάζει χρώματα, σαρώνει λεπτομέρειες, εξαφανίζει τούτο και αναδεικνύει το άλλο. Σαν τις παλιές ελληνικές ταινίες όπου βλέπουμε μόνο τις μούτες του Αυλωνίτη και του Ρίζου και όχι ότι το σπίτι δεν είχε «αποχωρητήριο». Αν καταργήσεις από την ανθρώπινη ψυχή το προνόμιο της νοσταλγίας είναι σαν να παίρνεις από κάποιον το στρώμα πάνω στο οποίο κοιμάται και ξεκουράζεται για να αντιμετωπίσει την επόμενη μέρα. Η νοσταλγία είναι που σε κάνει να μπορείς να ατενίσεις το θαύμα χωρίς το τραύμα γιατί, τελικά, η ευτυχία μπορεί να μην είναι βίωμα αλλά ανάμνηση.

*O τίτλος είναι στίχος του Νίκου Εγγονόπουλου από την «Επιστροφή των πουλιών».