Τετάρτη, 23 Οκτωβρίου 2012. Στην Ολομέλεια του Κοινοβουλίου συζητείται η άρση ασυλίας τριών βουλευτών της Χρυσής Αυγής: του Γεωργίου Γερμενή, του Παναγιώτη Ηλιόπουλου και του Ηλία Κασιδιάρη. Απουσιάζουν ο φύρερ μπρελόκ, η σύζυγός του και ο υπαρχηγός του, η μετενσάρκωση του Γκέρινγκ που, άμα λάχει, καταθέτει στεφάνι και στο μνήμα του Μουσολίνι. Στα έδρανα κάθονται οι τρεις προαναφερθέντες, καθώς και τα υπόλοιπα ναζιστικά μπουμπούκια: ο Λαγός, ο Παναγιώταρος, ο Ματθαιόπουλος, ο Μπούκουρας (προ δακρύων), ο Αρβανίτης-Αβράμης… Ο Παύλος Φύσσας είναι ακόμη ζωντανός και δεν τους περνάει καν από το μυαλό ότι του χρόνου οι μισοί από αυτούς θα βρίσκονται προφυλακισμένοι.

Παίρνει τον λόγο ο Κασιδιάρης. Οκτώ μήνες αργότερα, πάλι μέσα στη Βουλή, ο Κασιδιάρης θα δηλώσει αρνητής του Ολοκαυτώματος –οποία έκπληξις! –αλλά κρίνει από τώρα σκόπιμο να μας προϊδεάσει: «Θέλω να αναγνώσω απλά λίγες φράσεις ενός κειμένου του περασμένου αιώνος, γνησίου κειμένου, που περιγράφει απόλυτα την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα ως μέλη του εθνικιστικού κινήματος. Διά να αφαιρέσωμεν το γόητρον της ανδρείας τους, θα καθήζωμεν αυτούς επί του εδωλίου των κατηγορουμένων, παραπλεύρως με τους κλέπτας, τους δολοφόνους και τους παντοειδώς ευτελείς και χαμερπείς εγκληματίας. 1903, «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών», κεφάλαιο δέκατο ένατο. Δυστυχώς, στην Ελλάδα του 2012, οι κλέφτες και οι καταχραστές του δημοσίου χρήματος σπανίως οδηγούνται στη δικαιοσύνη, εν αντιθέσει με εμάς –και αυτό βεβαίως το γεγονός δι’ ημάς περιποιεί τιμήν».

Ακρα του τάφου σιωπή από τα έδρανα των άλλων κομμάτων, τόσο εκείνη τη στιγμή, όσο κι ένα μήνα κατόπιν, όταν ο Αρβανίτης-Αβράμης εζήλωσε τη δόξα του Κασιδιάρη και ανέγνωσε (μπροστά σε αισθητά, είναι αλήθεια, πιο ολιγάριθμο κοινοβουλευτικό ακροατήριο) ένα άλλο απόσπασμα από τα προσφιλή τους «Πρωτόκολλα». Στον ελληνικό τύπο η ύβρις πέρασε επίσης σχεδόν απαρατήρητη –όχι όμως και στον Τύπο του Ισραήλ, μετά τη δημόσια καταγγελία του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι. Τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» διαβάστηκαν μεγαλόφωνα στη Βουλή των Ελλήνων, έγραψε η «Jerusalem Post», ανήμπορη και αυτή να κατανοήσει πώς ήταν δυνατόν εν έτει 2012 να διαβαστούν τα «Πρωτόκολλα» στο Κοινοβούλιο μιας ευρωπαϊκής δημοκρατικής χώρας.

Τον Μάιο του 2013, κατά τη συζήτηση για την άρση της δικής μου ασυλίας, ύστερα από μήνυση του ναζιστή βουλευτή Χρήστου Παππά, μπήκα κι εγώ στον πειρασμό να σχολιάσω από το βήμα της Ολομέλειας: «Δεν είδα κανένα σύγκρυο να διαπερνά την αίθουσα, που ένας έλληνας βουλευτής μέσα στο ελληνικό Κοινοβούλιο κάθησε και διάβασε το απόσπασμα ενός πλαστογραφήματος της τσαρικής αστυνομίας το 1903, όπως έχει αποδείξει η επιστημονική έρευνα –ούτε ο κύριος Κασιδιάρης μάς είπε, ξέχασε, λησμόνησε επιμελώς να μας πει ότι αυτό το πλαστογράφημα ήταν το αγαπημένο ανάγνωσμα του Αδόλφου Χίτλερ –όποιος διαβάσει τον «Αγώνα μου» θα βρει αποσπάσματα άπειρα από τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» –και ο κύριος Κασιδιάρης ξέχασε να μας πει, κυρίως, ότι αυτό το πλαστογράφημα χρησιμοποιήθηκε για όλες τις διώξεις, όχι μόνο εναντίον των Εβραίων, όπως ήταν ο αρχικός σκοπός, αλλά στην ουσία εναντίον όλης της ανθρωπότητας».

Στα χρόνια του Διαδικτύου μια τόσο χοντροκομμένη πλαστογραφία όσο τα «Πρωτόκολλα» θα ξεσκεπαζόταν μέσα σε λίγες ώρες (υπάρχουν ειδικευμένοι ιστότοποι, όπως τα ελληνικά Hoaxes, που κάνουν εξαιρετική δουλειά), αλλά το πληροφοριακά παλαιολιθικό 1903 ήταν ασυγκρίτως πιο εύκολο να γίνει πιστευτή, τουλάχιστον για μερικά χρόνια. Τα υποτιθέμενα «πρακτικά» συνεδριάσεων κορυφαίων τάχα μου σιωνιστών που μεθόδευαν με πόσα και ποια βρώμικα μέσα θα κατακτούσαν την παγκόσμια ηγεμονία δεν ήταν παρά ένα άτεχνο pastiche από προγενέστερα και άσχετα μεταξύ τους κείμενα, γαλλικά πρωτίστως, δημοσιευμένα τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Ο πλαστογράφος, ονόματι Ματβέι Γκολοβίνσκι, είχε συρράψει αποσπάσματα από δευτέρας κατηγορίας φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και παραλογοτεχνικά πονήματα, ατόφια ή ελάχιστα παραλλαγμένα, καθώς δεν έδειχνε να τον απασχολεί ούτε ως μακρινό ενδεχόμενο η καταγγελία για πλαστογραφία και λογοκλοπή. Ετσι, στην ίδια χύτρα έριξε τις «Αναμνήσεις από την Ιστορία του Ιακωβινισμού» του αβά Μπαρουέλ, γραμμένες το 1797-1798, το σατιρικό κείμενο «Διάλογος στην Κόλαση μεταξύ Μοντεσκιέ και Μακιαβέλι» (1860) του δικηγόρου Μορίς Ζολί, ένα πρωσικό μυθιστόρημα κάποιου Χέρμαν Γκέντσε (1868), τη μελέτη του Γκουζενό ντε Μουσό «Οι Εβραίοι: Ο Ιουδαϊσμός και ο Εξιουδαϊσμός του Χριστιανικού Λαού» κ.ο.κ. Μιλάμε για αντιγραφέα που δεν διόρθωνε ούτε τα τυπογραφικά λάθη του πρωτοτύπου κειμένου. Κόπι πάστε, που θα έλεγε και ο Πολάκης.

Προφανώς, αυτή την πλαστογραφική χαμαλοδουλειά θα την είχε φάει το μαύρο σκοτάδι εάν ο Αδόλφος Χίτλερ δεν την χρησιμοποιούσε ως προσάναμμα για το Ολοκαύτωμα. Ωστόσο, η δικαιολογία ότι ο αυστριακός δεκανέας, αλλά και άλλοι, επαρκέστερα ενημερωμένοι, όπως ο αμερικανός μεγαλοβιομήχανος Χένρι Φορντ, είχαν πλημμελή πληροφόρηση επί του ζητήματος, δεν μπορεί να σταθεί σήμερα. Εάν είσαι σε θέση να βρεις και να συγκρίνεις όποια πληροφορία θέλεις μέσα σε μηδέν χρόνο πατώντας λίγα πλήκτρα, η ευθύνη μετατοπίζεται θεαματικά από τις πλάτες του πλαστογράφου στις δικές σου πλάτες. Η εθελοτυφλία είναι συνενοχή. Είναι και αυτός ένας λόγος που επιμένει να με εξοργίζει –αντί, τώρα πια, μόνο να με ψυχαγωγεί –η απόπειρα της Χρυσής Αυγής να συγκαλύψει, πόσω μάλλον να διαψεύσει, το ναζιστικό της προφίλ. Υστερα από τόσες αποκαλύψεις, τόσα τεκμήρια παντός είδους –φωτογραφίες, βίντεο, κείμενα -, τόσες πηγές, τόσο εύκολα προσβάσιμες, η επιχειρηματολογία περί του εναντίου δεν θα έπρεπε να ακούγεται ούτε στο Συμβούλιο της Ευρώπης, ούτε στην Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, ούτε στις αίθουσες των δικαστηρίων. Θα έπρεπε να ακούγεται μονάχα στο Δελφινάριο.

Δυστυχώς, δεν υπάρχει κάποιο κεκτημένο εγκυκλοπαιδικής μνήμης εγγεγραμμένο στον γενετικό μας κώδικα. Δεν γεννιόμαστε με την πληροφορία ότι τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» είναι πλαστά κουρελόχαρτα ή ότι ο Νίκος Μιχαλολιάκος και τα Σαράντα Παλικάρια του είναι αμετανόητοι εθνικοσοσιαλιστές εγκληματίες (με αυτό το κατηγορητήριο εξακολουθούν να δικάζονται σήμερα) που, ευκαιρίας δοθείσης, παριστάνουν και τις φαλακρές τραγουδίστριες. Σχεδόν κάθε παιδί γεννιέται προικισμένο με τα εφόδια για να αποκτήσει και να διατηρήσει τη δική του μνήμη –όχι όμως και με την εντολή να χρησιμοποιήσει αυτά τα εφόδια οπωσδήποτε. Μπορεί κάλλιστα να τα κλειδαμπαρώσει στο πλυσταριό εφ’ όρου ζωής. Μπορεί –όπως έλεγε ο Ρίτσαρντ Μπάρτον στην «Κλεοπάτρα» –όχι μόνο να μη ζήσεις μετά θάνατον, μα ούτε και πριν. Υστερα το κοντέρ μηδενίζει και πάλι. Κάθε γενιά δίνει τη δική της μάχη εναντίον της αγραμματοσύνης. Κάθε γενιά την κερδίζει. Κάθε γενιά την χάνει. Και φτου από την αρχή.