Πάει, λοιπόν, και ο Σπύρος Ασδραχάς –λίγες ημέρες μετά τον Βασίλη Κρεμμυδά. Ενα από τα πρόσωπα που (μαζί με τον Φίλιππο Ηλιού και τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο) άλλαξαν την αντίληψη της εθνικής ιστορίας, που «αποζαμπελιοποίησαν» κατά έναν τρόπο τη σχέση της νεότερης Ελλάδας με την αρχαία κληρονομιά (με την έννοια ότι ο Ζαμπέλιος, με τον Παπαρρηγόπουλο, θεμελίωσε τη θέση της «εθνικής ιστορίας» για την ενότητα αρχαίου, μεσαιωνικού και νεότερου ελληνισμού). Η βασική θέαση των πραγμάτων, δηλαδή, με τη δική τους οπτική, δεν ήταν αυτή που μαθαίναμε στο σχολείο. Ούτε τρεις χιλιάδες χρόνια Ελληνες, ούτε η συνέχεια του έθνους, ούτε ελληνοορθοδοξία, ούτε καν ένα ετερόδοξο αμάλγαμα δόξας και θυσιών.

Και ο Ασδραχάς, όπως οι προαναφερθέντες, έσκυψε ιδιαίτερα στην υλικότητα των πραγμάτων. Για τη νεότερη Ελλάδα, δεν αρκούσε ούτε η Μεγάλη Ιδέα ούτε ο μοντερνισμός που οδήγησε στη συγκρότηση των εθνικών κρατών –μεγαλύτερη σημασία είχαν για την προσέγγιση του Ασδραχά, καθαρόαιμη προσέγγιση μαρξιστή ιστορικού, οι υλικές συνθήκες της Επανάστασης. Η εθνική συνείδηση ήρθε μετά. Ολα αυτά σκιαγραφούνται γοητευτικά σε μια έκδοση που όλοι επιβάλλεται να έχουμε, την «Ελληνική οικονομική ιστορία, 15ος-19ος αιώνας» (Πολιτιστικό Ιδρυμα Ομίλου Τραπέζης Πειραιώς), και στην οποία διαγράφεται ο ρόλος των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των βενετικών κτήσεων –ο τρόπος με τον οποίο αποκτήθηκε η οικονομική ισχύς των κατακτημένων, πριν μετατραπεί στο μέσο επιδότησης του Αγώνα.

Η ιδεολογική προσέγγιση στην ιστοριογραφία της σχολής Ασδραχά, βεβαίως, όριζε τη μέθοδο αλλά ποτέ το αποτέλεσμα. Διότι για το αποτέλεσμα μετρούσε η βαθιά έρευνα. Μετρούσαν οι πηγές, οι καταγραφές, τα επίσημα έγγραφα. Και ασφαλώς, ο τρόπος σύνθεσης του υλικού των πηγών, οι προεκτάσεις, η στοχαστικότητα του ιστορικού. Ο Ασδραχάς τα είχε όλα.

Ηταν όμως, επιπλέον, και άπληστος και τυχερός. Απληστος, επειδή ήθελε να αφήσει το αποτύπωμά του με πολλούς τρόπους –γι’ αυτό και έγραφε στα περιοδικά, στελέχωσε το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, οργάνωσε το τμήμα Ιστορίας του Ιόνιου Πανεπιστημίου, ίδρυσε το περιοδικά «Ιστορικά»… Και τυχερός επειδή συμπορεύθηκε με τεράστιες προσωπικότητες, και ιδίως τον Ηλιού και τον Παναγιωτόπουλο, αποδεικνύοντας ακόμα μια φορά ότι ιστορία γράφουν οι παρέες.