Το πρώην Βασιλικό Κτήμα στο Τατόι αποτελεί ένα μοναδικό, για την ελληνική πραγματικότητα, ιστορικό σύνολο. Πρόκειται για ολοκληρωμένο συγκρότημα με πολύ ενδιαφέροντα κτίρια και διαμορφώσεις, δομημένο σε ένα φυσικό περιβάλλον ιδιαιτέρου κάλλους στους πρόποδες της Πάρνηθας, χαρακτηριστικό για την Αττική και το πολιτιστικό τοπίο της. Η προστασία, η ανάδειξη, η αποκατάσταση και κυρίως ο ενδεδειγμένος τρόπος διαχείρισης του συνόλου μπορεί να προσφέρει ένα σημαντικό αναπτυξιακό πόρο στην Αττική με ουσιαστική συμβολή στην οικονομία.

Παρά ταύτα, το καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργείο Πολιτισμού έχει άλλη προσέγγιση. Τον Δεκέμβριο 2016, το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων ενέκρινε την προμελέτη αποκατάστασης του ανακτόρου –με καθυστέρηση σχεδόν ενάμιση χρόνου –που είχε ολοκληρωθεί στις αρχές του 2015. Το κτίριο αποκαθίσταται στην πρώτη φάση της λειτουργίας του, την περίοδο 1884 – 1913, επί Γεωργίου Α’, προκειμένου να φιλοξενήσει μουσειακές συλλογές. Το επόμενο βήμα ήταν η ένταξη του έργου στο τρέχον ΕΣΠΑ της Περιφέρειας Αττικής.

Ομως διέλαθε της προσοχής των αρμοδίων ότι η έγκριση αφορούσε σε προμελέτη. Και κυρίως, είχαν την αυταπάτη ότι το έργο θα εξασφάλιζε χρηματοδότηση χωρίς να διαθέτει ολοκληρωμένη μελέτη. Σήμερα, ύστερα από δυόμισι χαμένα χρόνια καθυστερήσεων και απραξίας, το υπουργείο Πολιτισμού προτείνει στην Περιφέρεια να χρηματοδοτήσει την εκπόνηση μελέτης του ανακτόρου με 1.280.000 ευρώ και ακολούθως την υλοποίηση του έργου προϋπολογισμού περίπου 12.000.000. Βάσει της διαδικασίας η μελέτη πρέπει να ολοκληρωθεί εντός δεκαοκτώ μηνών. Στόχος εξαιρετικά δύσκολος. Αλλά ακόμη και αν επιτευχθεί, το έργο λόγω αντικειμενικών δυσκολιών απαιτεί τουλάχιστον διπλάσιο χρόνο, δηλαδή μία τριετία. Η τρέχουσα χρηματοδοτική περίοδος λήγει τυπικά το 2020. Είναι σαφές ότι το μόνο που ενδεχομένως μπορεί να ολοκληρωθεί είναι η μελέτη. Εργο μηδέν. Ετσι, το Τατόι χάνει την ευκαιρία εξαιτίας της διαχειριστικής και διοικητικής ανικανότητας, τις ιδεοληψίες και τις αγκυλώσεις της ηγεσίας του υπουργείου Πολιτισμού.

Ο Σύλλογος Φίλων Τατοΐου χρηματοδότησε την εκπόνηση έξι μελετών για την αποκατάσταση ισάριθμων κτιρίων – μνημείων: του βουτυροκομείου, του τηλεγραφείου, της γεννήτριας των οικιών δασοφύλακα, αρχικηπουρού και φροντιστή. Οι πέντε πρώτες εγκρίθηκαν το 2014. Η τελευταία περιμένει την έγκρισή της από τις αρχές του 2016, που ολοκληρώθηκε. Εγκεκριμένη, από το 2014, είναι και η μελέτη της διαδρομής της Κιθάρας, που εκπόνησε η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού. Κανένα από αυτά τα έργα, ενώ είναι απολύτως ώριμα, δεν προωθείται για ένταξη στο ΕΣΠΑ. Εν τω μεταξύ, τα κτίρια – μνημεία καταρρέουν.

Η εμπλοκή ιδιωτών –ακόμη και με τη μορφή του Συλλόγου ή της Εταιρείας –στη χρηματοδότηση έργων πολιτισμού φαίνεται ότι ενεργοποιεί φοβικά σύνδρομα στην ηγεσία του υπουργείου. Παρόλο που το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ επιβάλλει την υιοθέτηση συμμετοχικών πολιτικών σε άμεση συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και την κοινωνία των πολιτών.

Σημειώνω ότι η «αναγέννηση» των μνημείων στην Ιταλία έγινε πραγματικότητα εξαιτίας πρόσφατου σχετικά νόμου (2015) που παρέχει ισχυρά φορολογικά κίνητρα –απαλλαγή έως και 65% –σε ιδιώτες να επενδύουν σε έργα πολιτιστικών υποδομών.

Η Λίνα Μενδώνη είναι αρχαιολόγος και πρώην γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού