στην Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Πριν από δεκαπέντε σχεδόν χρόνια, κατά τη λεγόμενη «εποχή της αστακομακαρονάδας», τότε που στην Ελλάδα πάρα πολύς κόσμος είχε κυριευθεί από μεγαλομανία, κάποιος κερκυραίος επιχειρηματίας της αρπαχτής –άλλοι λένε εστιάτωρ, άλλοι φαρμακέμπορος, δεν αποκλείεται να είχε υπάρξει και τα δύο –σήκωσε στο ωραιότερο σημείο του νησιού του μιαν έπαυλη που αντάξιά της πολύ δύσκολα θα συναντούσες.

Δεν ήταν το δασάκι γύρω από το σπίτι ούτε η πλαγιά με το χορτάρι που κατέληγε σε έναν ειδυλλιακό κολπίσκο. Δεν ήταν η πισίνα –ίδια σε χρώμα και σε μέγεθος με το αυγουστιάτικο φεγγάρι, στον πάτο της λαμπύριζαν κοραλλένιες ψηφίδες –ούτε βεβαίως τα γήπεδα του τένις και του μπάσκετ ούτε οι σάλες και οι βεράντες, όπου θα μπορούσαν να παρατεθούν πάρτι αντάξια ενός Μεγάλου Γκάτσμπι. Δεν ήταν καν οι εννέα κρεβατοκάμαρες –η καθεμιά με το δικό της μπάνιο -, στις τέσσερις μάλιστα του επάνω πατώματος η οροφή άνοιγε με ηλεκτρονικό μηχανισμό, ώστε να μπορείς, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, να αγναντεύεις το νυκτερινό στερέωμα. Ηταν το όλον.

Οσοι είχαν γνωρίσει τον ιδιοκτήτη, μιλάνε για έναν άξεστο, βουλιμικό τύπο. Σκιαγραφούν δε τη σύζυγό του με ακόμα μελανότερα χρώματα. Το αριστούργημα συνεπώς, το παλατάκι που έφερνε στον νου τη νήσο των Φαιάκων, έναν τόπο ανέφελης ευδαιμονίας όπως τον περιγράφει ο Ομηρος, πρέπει να αποδοθεί στον αρχιτέκτονα. Και στον διακοσμητή. Και σε όποιον τυχόν άλλον είχε ζέψει το ταλέντο και τη γνώση και τον μόχθο του στο άρμα του επιχειρηματία της αρπαχτής.

Εν πάση περιπτώσει, ο συγκεκριμένος δεν το χάρηκε για πολύ. Τον δεύτερο κιόλας χρόνο από την ανέγερσή του, βάρεσε παταγωδώς κανόνι. Βρέθηκε να τον κυνηγάνε οι τράπεζες και η Εφορία. Να του έχουν γυρίσει την πλάτη οι πολιτικοί του φίλοι. Να εκδίδονται εναντίον του εντάλματα προσωποκράτησης και διαταγές κατάσχεσης. Ρευστοποίησε άρον άρον ό,τι μπόρεσε και διέφυγε συν γυναιξί στο εξωτερικό.

Ολα τα ακίνητά του, τα μαγαζιά και τα εστιατόρια και οι αποθήκες –μέσα και το εμπόρευμα –πέρασαν στον έλεγχο των πιστωτών και βγήκαν στο σφυρί. Μονάχα η έπαυλη αξιώθηκε ευνοϊκότερης τύχης.

Εγκαταλείποντας ο ιδιοκτήτης της οριστικά την Ελλάδα, είχε την έμπνευση να τη δωρίσει, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, στο αρχαιότερο πνευματικό σωματείο της Κέρκυρας. Σε εκείνο που επαιρόταν πως μεταξύ των ιδρυτών του ήταν ο Καποδίστριας και ο Σολωμός και στο πηδάλιο τούς είχαν διαδεχθεί ο Πολυλάς και ο Ντίνος Θεοτόκης και ο Μαβίλης. Σε εκείνο που ο εστιάτωρ-φαρμακέμπορος, λόγω παρακατιανής καταγωγής και έλλειψης καλλιέργειας, ούτε απ’ έξω δεν θα πέρναγε ποτέ. Και όμως, τι παράξενο! Οταν αναγκάστηκε να εκπατριστεί, άφησε το καμάρι του στο ιστορικό καμάρι του νησιού του…

Οχι πως στάθηκε εύκολο για το πνευματικό σωματείο να θέσει υπό τον έλεγχό του μια τέτοια δωρεά. Οι δανειστές του χρεοκοπημένου επιχειρηματία την αμφισβητούσαν. Επεδίωκαν να την ακυρώσουν δικαστικά, να «ελευθερωθεί» το παλατάκι για να καταλήξει –έναντι αδρού τιμήματος –σε κανένα ρώσο ολιγάρχη. Επρεπε να ρίξουν το βάρος τους ένας ευπατρίδης διοικητής τράπεζας κι ένας πεισματάρης πρώην πρωθυπουργός, ώστε να χαρακτηρισθεί αναπαλλοτρίωτο. Προίκα υπεράνω αμφισβήτησης του πνευματικού σωματείου, που –εδώ που τα λέμε –δεν βρισκόταν δα στην ακμή του.

Τον Μάιο του 2020 έληξε οριστικά –και νικηφόρα –το ζήτημα. Τον Ιούνιο, το διοικητικό συμβούλιο του πνευματικού σωματείου υποδέχθηκε στην Κέρκυρα τη μεγάλη κυρία των γραμμάτων, την πρώτη Ελληνίδα που είχε τιμηθεί με Νομπέλ. Στο επίσημο δείπνο –παρουσία της πολιτικής, οικονομικής και καλλιτεχνικής αφρόκρεμας –της έθεσαν το ερώτημα που τους ταλάνιζε. Να μετέτρεπαν την έπαυλη σε βιβλιοθήκη και μουσείο; Να την έκαναν ίσως κέντρο συνεδρίων, να έρχονται από τα πέρατα του κόσμου οι σοφές κεφαλές, να συνδιαλέγονται και να φιλοξενούνται; Ή μήπως να τη νοίκιαζαν κι απ’ τα μισθώματά της να έδιναν υποτροφίες σε αριστούχους νέους του νησιού;

«Τίποτα, τίποτα τέτοιο!» ύψωσε η δέσποινα την –παρά τα ογδόντα χρόνια της –νεανική φωνή της. «Να την παραχωρείτε στους ερωτευμένους! Σε αγόρια και κορίτσια, αγόρια και αγόρια, κορίτσια και κορίτσια, που φλέγονται από πάθος. Που αξίζει στο αίσθημά τους να περιβληθεί από ομορφιά και πολυτέλεια. Να τους βρίσκετε σε παγκάκια, σε φτηνά ξενοδοχεία, σε αυτοκίνητα που παρκάρουν σε ερημιές… Να τους φιλοξενείτε εκεί, μέσα στα αφράτα μαξιλάρια και στα εκλεκτά κρασιά, ώσπου να αρχίσει να καταλαγιάζει η φλόγα τους. Να προσκαλείτε ευθύς αμέσως το επόμενο ζευγάρι. Να αναδείξετε την έπαυλη ως ναό της Αφροδίτης, τέμενος ηδονής. Οι σκιές όσων εκόμισαν στην τέχνη –απ’ τη Σαπφώ ώς τον Ελύτη κι απ’ τον Καβάφη μέχρι τον Εμπειρίκο και η δικιά μου λίαν προσεχώς –θα ευφραίνονται. Την είσοδο της έπαυλης θα κοσμεί μια επιγραφή: «Από εκείνον που είχε, σε αυτούς που είναι». Νοείται άλλη δικαίωση για τον ευεργέτη σας;».

Ετσι μίλησε η μεγάλη κυρία. Βεβαίως και δεν εισακούστηκε. Το έθνος που εξελίχθηκε σε κράτος είναι θεμελιωμένο στο καθήκον, όχι στην απόλαυση. Ο κότινος ανήκει σε όσους στερούνται, επενδύουν, πολιτεύονται. Η έπαυλη κατήντησε πολιτιστικό κέντρο. Οίκος περίτεχνης φλυαρίας.