Ενας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη. Αλλά η παρουσία του, από τη στιγμή που θα την επισημάνει κανείς, μπορεί να μεταβάλει την άνοιξη σε ένα ενδεχόμενο, σε μια προοπτική. Δεν θέλουμε να πούμε ότι η παρουσία της Λυδίας Κονιόρδου στο υπουργείο Πολιτισμού, όποια κι αν είναι η απόδοσή της, πολύ καλή, λιγότερο καλή ή μέτρια, μπορεί να μεταβάλει μια προβληματική, ή δυσάρεστη, για πολλούς ακόμα και δυστυχή, κοινωνικοπολιτική συνθήκη. Αλλά εν πάση περιπτώσει είναι μια παρουσία που όπως και αν τη δει κανείς ανακουφίζει και παρηγορεί. Αν μη τι άλλο, ακόμα κι αν δεν ήταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος, η συνοίκησή της για δεκαετίες με τα κείμενα της αρχαίας και της νεότερης Γραμματείας, η καλλιέργειά της χάρη στην εκμάθησή τους και στην εκφορά τους, σε χώρους μάλιστα που αν δεν έχεις ένα ασύγκριτο από κάθε άποψη καλλιτεχνικό τσαγανό, αντί να σε αναδεικνύουν, όπως συμβαίνει με την Κονιόρδου, σε συντρίβουν, θα είχε αποφέρει τουλάχιστον ένα άτομο ανοιχτό στο διάλογο και προπαντός με μια σαφή γνώση και αίσθηση του τι συμβαίνει γύρω του και ιδιαίτερα στο χώρο του πολιτισμού.

Μην τα ισοπεδώνουμε τα πράγματα. Από τη στιγμή που την επομένη της θητείας της στο υπουργείο Πολιτισμού η Λυδία Κονιόρδου θα παραμένει αβίαστα και αλέκιαστα αυτή που είναι, μια μέγιστη δραματική ηθοποιός, δεν μπορούμε να κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε ότι το υπουργείο χρειάζεται την ίδια και όχι η ίδια το υπουργείο. Αντιλαμβανόμαστε πως με όσα λέμε εμφανιζόμαστε ενδεχομένως ως αθεράπευτα ρομαντικοί, προκατειλημμένοι ή ιδεοληπτικοί, αλλά αν έχουμε συνηθίσει να λογαριάζουμε τους επαγγελματίες πολιτικούς ως μια επικρεμάμενη συνεχώς απειλή να μας κοροϊδέψουν ή ακόμα να δημιουργήσουν ένα κλίμα ηθικής πνιγμονής και ασφυξίας, όπως και να το κάνουμε με έναν καλλιτέχνη σε ένα πολιτικό πόστο δεν διατρέχουμε έναν αντίστοιχο κίνδυνο. Οσο καλά, μέτρια ή και κακά ακόμα κάνει τη δουλειά του.

Είχαν ακουστεί και είχαν γραφεί ακόμα και από τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ –που καμιά φορά είναι τρισχειρότεροι σε σχέση με ανθρώπους που σκέφτονται και αντιδρούν με το θυμικό τους –διαμαρτυρίες και παράπονα γιατί η Κονιόρδου είχε πάει πριν από μόλις δύο μήνες για τρεις εβδομάδες στην Κίνα και στη Γερμανία και είχε μείνει «ακέφαλο» το υπουργείο Πολιτισμού. Τι μιζέρια! Αντί να ζητούμε ως συνειδητοί πολίτες ένα υπουργείο Πολιτισμού τόσο καλά οργανωμένο που να μπορεί να λειτουργεί γραφειοκρατικά όσο γίνεται καλύτερα, ακόμα και αν απουσιάζει η υπουργός Πολιτισμού για σοβαρούς πολιτιστικούς λόγους, θυσιάζουμε το ανυπολόγιστο κέρδος που μπορεί να αποφέρει μια τέτοια «απουσία» στη μικρόχαρη πολιτικά αντίληψη ότι, ταλαιπωρούμενη στο γραφείο της στην Αθήνα, η λύση στα προβλήματα, ακόμα και τα τρέχοντα, θα ήταν ουσιαστικότερη. Κανείς όμως δεν αναλογίστηκε, είτε «υπεύθυνος» είτε «ανεύθυνος», να δημιουργήσει ένα κλίμα ώστε να κάνει απαιτητό με τη συμπεριφορά του το μοναδικό όφελος που θα προέκυπτε, αν η Λυδία Κονιόρδου, ως υπουργός Πολιτισμού πάντα, περιόδευε σε είκοσι πρωτεύουσες της Ευρώπης και σε σαράντα μεγάλες πόλεις της Αμερικής με την ίδια στο ρόλο της Εκάβης στις «Τρωάδες» μιλώντας στους θεατές μετά από κάθε παράσταση για την Ελλάδα. Μια αρμονική σύμπραξη που θα μπορούσε να αποφέρει σε χρήματα τον προϋπολογισμό του υπουργείου Πολιτισμού κι εμείς δεν ξέρουμε για πόσα χρόνια.