Ο διάλογος είχε διαμειφθεί στη Βουλή μόλις τον περασμένο Ιούλιο, όταν η αναφορά σε μολότοφ του κοινοβουλευτικού εκπρόσωπου της Νέας Δημοκρατίας Κώστα Τζαβάρα ενεργοποίησε, φαίνεται, στην ψυχή του προέδρου της κυβέρνησης ιδεολογικά βαρίδια. «Και τι κακό έχουν οι μολότοφ;» ρώτησε. «Τι κακό; Καίνε τον κόσμο» απάντησε ο βουλευτής. Για να ακούσουμε όλοι μας το περίφημο: «Εξαρτάται σε ποια μεριά είσαι όταν πέφτουν οι μολότοφ. Εκεί που τις ρίχνουν ή εκεί που πέφτουν;». Αν ο Αλέξης Τσίπρας έκανε χιούμορ, φοβάμαι ότι τον χιούμορ του έχει εγκλωβιστεί ανάμεσα στην έκτη δημοτικού και στην πρώτη γυμνασίου, κάτι που τον εκθέτει ως προς τον θεσμικό του ρόλο. Αν το εννοούσε, νομίζω ότι η συνείδησή του είναι εγκλωβισμένη ανάμεσα στην απολιτίκ αφέλεια και τον πολιτικό αμοραλισμό.

Σε κανονικές συνθήκες (που δεν υφίστανται, γιατί αν υφίσταντο δεν θα φωτογράφιζε χαμογελαστός γωνιές του Γκέτεμποργκ ενώ στη Μάνδρα ανασύρουν ακόμη πτώματα) ο Πρωθυπουργός θα είχε σήμερα δαγκώσει τη γλώσσα του για εκείνες τις, έστω και άτυπες, δηλώσεις του. Η δικηγόρος Αναστασία Τσουκαλά που την χτύπησε φωτοβολίδα ευθείας βολής το βράδυ της Παρασκευής έχει πολλές φορές υποστηρίξει, με τα εργαλεία της επιστήμης της, την πλευρά που ρίχνει τις μολότοφ. Ως φυσική παρουσία, όμως, βρέθηκε στην απέναντι. Και όποιος επιχαίρει γι’ αυτήν την αντίφαση είναι ακριβώς σαν να λέει ότι ο Αξαρλιάν πήγε κι έπεσε πάνω στη ρουκέτα της 17 Νοέμβρη. Οι σπαρακτικές κραυγές της ενώ καιγόταν, ωστόσο, ελπίζω να υπενθυμίζουν εσαεί στον Πρωθυπουργό και σε όλους μας πως, όταν έχουμε ελεύθερες ρίψεις μολότοφ και φωτοβολίδων, δεν υπάρχουν από δω και από εκεί πλευρές. Μία υπάρχει. Αυτή του υποψήφιου θύματος.