Οχι. Αυτή τη φορά δεν ήταν ένας ευρωπαίος ηγέτης ώστε να τον ξεγελάσουμε με την ανατολίτικη κουτοπονηριά μας για τον αμετακίνητο δυτικό μας προσανατολισμό. Δεν ήταν ο λαϊκιστής πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ώστε να ανακαλύψουμε όψιμα κάτι διαβολικά αγαθό στην αλλοπρόσαλλη εξωτερική του πολιτική. Δεν ήταν κάποιος εμίρης ή κάποιος κακομοίρης με φουσκωμένο πορτοφόλι ώστε να τον ξεναγήσουμε στα επενδυτικά μας φιλέτα. Δεν ήταν καν το Αγιο Φως, η Αγία Ζώνη ή τα λείψανα της Αγίας Βαρβάρας ώστε να τους αποδώσουμε τιμές αρχηγού κράτους, να τα μεταφέρουμε συνοδεία στρατιωτικού αγήματος πάνω σε κιλλίβαντα πυροβόλου και να σουφρώσουμε τα ψηφαλάκια όσων εκκλησιάζονται. Αυτή τη φορά η υψηλή μας προσκεκλημένη δεν είχε έρθει στην πατρίδα μας για να εξυπηρετήσει τα ποταπά κομματικά μας συμφέροντα, τις ακόρεστες αναπτυξιακές μας ανάγκες, την εθνοκαπηλεία ή τη θρησκοληψία μας. Μονάχα για να μας υπενθυμίσει τη χρεία δυσεύρετων, ίσως και παντελώς άχρηστων πια αρετών. Τον αυτοσεβασμό και την αυτοεκτίμησή μας.

Την Πέμπτη που μας πέρασε μίλησε στο Μέγαρο Μουσικής η Ασλί Ερντογάν. Ηρθε καλεσμένη της Αναστασίας Λαμπρία και του Κώστα Παπαδόπουλου που κοσμούν τις εκδόσεις Ποταμός με δύο από τα βιβλία τής πενηντάχρονης Τουρκάλας, τη συλλογή αφηγημάτων Ο θαυμαστός μανδαρίνος (1996) και τα πιο πρόσφατα δημοσιογραφικά της κείμενα Μήτε κι η σιωπή είναι πια δική σου (2016). Προσγειώθηκε στο Ελευθέριος Βενιζέλος από τη Φρανκφούρτη, όπου και επέστρεψε το πρωί της Κυριακής (δίχως να υπολογίσει, αλίμονο, τις κυκλοφοριακές παρενέργειες από τον δικό μας Μαραθώνιο). Στη Γερμανία διαμένει αφότου απελευθερώθηκε από τις τουρκικές φυλακές.

Οι φυλακές ήταν ένας οικείος τόπος για την Ασλί τα τελευταία χρόνια. Τις επισκεπτόταν τακτικά, άκουγε τις ιστορίες απόκληρων κάθε μορφής –ποινικών, πολιτικών, εθνοτικών –και τις κατέγραφε δίχως αυτολογοκρισία. Φαίνεται πως το εν λόγω χάρισμά της εκτίμησε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και διέταξε τη σύλληψή της τον Αύγουστο του 2016, λίγες μόλις εβδομάδες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του, που τόσο βολικά έστρεψε υπέρ του. Οπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, ο wanna be σουλτάνος ζύγισε κατόπιν τις επιπτώσεις από τη διεθνή κατακραυγή κι έκρινε ότι μια Ασλί ελεύθερη του κοστίζει επικοινωνιακά λιγότερο από μια Ασλί φυλακισμένη.

Οι επιστημονικές και οι λογοτεχνικές περγαμηνές της Ασλί Ερντογάν, πολύν καιρό πριν φυλακιστεί, μας απομακρύνουν ακόμη και από την υποψία ότι μπορεί να εξαργυρώνει με την ακτιβιστική της δραστηριότητα κάποιο έλλειμμα ταλέντου. Είναι αναρίθμητες οι περιπτώσεις που ανείπωτης οδύνης βιώματα δεν βοήθησαν να γραφτεί έστω και μια σελίδα με αντοχή στον χρόνο –μονάχα που δεν είναι η περίπτωση της Ασλί. Απεναντίας, στη δική της περίπτωση, ο ακτιβισμός δεν ήταν μονόδρομος πεπρωμένου. Θα μπορούσε κάλλιστα να τον αποφύγει. Κανένας δεν θα τη μεμφόταν εάν αφιερωνόταν στην επιστήμη της (σπούδασε Πληροφορική Μηχανική στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου και επί δύο χρόνια, με υποτροφία του CERN, μελέτησε στη Γενεύη τη Φυσική των Στοιχειωδών Σωματιδίων) ή εξακολουθούσε απερίσπαστη να συλλέγει δάφνες για τα πεζογραφικά της πονήματα. Είναι αυτή ακριβώς η οδύνη –η οδύνη ως επιλογή –που εκμαιεύει κι επιβάλλει τον σεβασμό μας στο πρόσωπό της.

Ζούμε σε μια χώρα όπου μπορούμε ακόμη να μιλάμε ελεύθερα. Τείνουμε να λησμονήσουμε πως δεν ήταν πάντοτε έτσι –ούτε έχουμε πουθενά υπογράψει κάποιο συμβόλαιο ότι θα είναι πάντοτε έτσι. Η Ασλί Ερντογάν δεν μας θυμίζει μονάχα πως η ελευθερία είναι αναφαίρετή μας κατάκτηση. Μνημονεύει και το πιθανό τίμημα, εάν τυχόν μελλοντικά βρούμε το σθένος και αντιδράσουμε σε ενδεχόμενη απόπειρα να μας αφαιρεθεί.