Χτες στην Ελλάδα συνέβησαν δύο δημοκρατικά γεγονότα. Το πρώτο έχει ετήσια περιοδικότητα, αυξανόμενη διεθνή απήχηση: ο Μαραθώνιος. Μια δημοκρατική άσκηση του πλήθους των ατόμων, μια στιγμή όπου, όπως σε όλες τις μεγάλες μητροπόλεις, ασκούνται, ανταγωνίζονται και συνυπάρχουν με όπλο το σώμα, το πνεύμα και την εξάσκησή τους άνθρωποι κάθε προέλευσης.

Μια πολλαπλή και πλουραλιστική σειρά ενσαρκώσεων της δημοκρατικής και ατομικιστικής κοινωνίας των μεσαίων στρωμάτων που εδραιώθηκε στη Δύση από τη δεκαετία του ’70. Ανω των 50.000 ανθρώπων έτρεξαν και τερμάτισαν σε μια διαδρομή συνύπαρξης και ανταγωνισμού, πειθαρχίας και ελευθερίας.

Το δεύτερο δημοκρατικό γεγονός συνδέεται και αυτό με τα μεσαία στρώματα και τη μαζικοποίησή τους μετά τη δεκαετία του ’70. Είναι γεγονός που επιβεβαιώνει την ύπαρξή τους έστω ως ενσώματη μνήμη μέσα στην παρατεταμένη χρεοκοπία και υπό τον άγριο διωγμό τους από την κυβέρνηση Τσίπρα με τις ευλογίες –ας μην κρυβόμαστε –δανειστών και ευρωπαϊκών θεσμών.

Ανω των 200.000 πολιτών έδωσαν με την ψήφο τους στον ενδιάμεσο σοσιαλδημοκρατικό χώρο μια πνοή επιβίωσης, ίσως και προοπτικής. Η συμμετοχή τους αθρόα, πολιτικά νοηματοδοτημένη και ξεχωριστής δημοκρατικής αξίας αν σκεφτεί κανείς τον κυνισμό των πιέσεων που υφίσταται το ΠΑΣΟΚ από τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές να γονατίσει μπρος στο μεγαλείο του Τσίπρα, την πρωτοφανή αποπολιτικοποίηση που συνοψίζεται τόσο χαρακτηριστικά στην επιστροφή της λεκτικής μεμψιμοιρίας τύπου «υγεία να έχουμε, αυτό μετράει» και την ατελή αλλά υπαρκτή συμμετοχή της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στην προοδευτική – μεταρρυθμιστική ατζέντα.

Πρόκειται για μια κατάφαση στην ιστορική συνέχεια της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας και ένα μαζικό λαϊκό λάκτισμα για την επανίδρυση ενός ζωτικού κοινωνιολογικού της χώρου. Τη μεσαία τάξη, που ενσωματώνει τις προσδοκίες για ένα μέλλον ευημερίας.

Η μαζική επιβεβαίωση της ισχύος της Γεννηματά και μιας νέας σοσιαλδημοκρατικής φωνής που ενσαρκώνει ο Ανδρουλάκης δεν είναι μόνον αναπασοκοποίηση του Κέντρου. Είναι και απόδειξη ότι η ζωή δεν είναι πια ωραία, ότι η ατζέντα των ταυτοτήτων και των δικαιωμάτων δεν έχει λόγο ύπαρξης για τις κοινωνικές δυνάμεις που υφίστανται σήμερα την έκπτωση, τον φόβο και τη φτώχεια.

Είναι μια κοινωνιολογική ψήφος που θα αποκτήσει πολιτική δυναμική αν η επόμενη ηγεσία καταφέρει να κρατήσει όλες τις φωνές που συμμετείχαν στον χτεσινό αγώνα στην ίδια οικογένεια και αν οργανώσει μια πολιτική δράση χωρίς τον παραδοσιακό πασοκικό κρατισμό. Ή αλλιώς να προστατεύσει και να ανασυγκροτήσει τα πάλαι ποτέ μεσαία στρώματα από τον κοινωνικό εξευτελισμό χωρίς να διορίζει στο Δημόσιο.

Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών