Ενας άγριος φόνος σε ένα σκηνικό θανάτου. Εγκλημα στο νεκροταφείο. Ακόμη και ως τίτλος ταινίας τρόμου ακούγεται υπερβολικός. Δεκατέσσερις μαχαιριές στο σώμα μίας νέας γυναίκας. Ακόμη και για σπλάτερ είναι πολλές. Η δολοφονία της Δώρας Ζέμπερη έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που την κάνουν «λαϊκό ανάγνωσμα». Με πολλά επίπεδα ανάγνωσης, προφανή ή μη. Το κορίτσι εργαζόταν στη ΔΟΥ Πειραιά. Οι πρώτοι τίτλοι διαλαλούσαν ότι «δολοφονήθηκε εφοριακός» προκαλώντας συνειρμούς για οικονομικούς ελέγχους που κάποιοι δεν ήθελαν να ολοκληρωθούν. Το σενάριο όμως έμπαζε. Ζητείται νέος ύποπτος. Βρέθηκε στο πρόσωπο του πατέρα. «Εκμεταλλευόταν την κόρη του». «Από ώρα σε ώρα θα ομολογήσει». «Πόσα είχε χάσει στο Χρηματιστήριο;». «Το ταξί ήταν δικό του;». Ούτε αυτό όμως τραβούσε, αφήνοντας τους αυτόκλητους «δικαστές» ακάλυπτους. Και ύστερα ήρθε ο έρωτας. Υπήρχε κάποιος στη ζωή της; Τι υπονοούσε με μια ανάρτηση που έκανε στα φέισμπουκ μια εβδομάδα πριν δολοφονηθεί; Δύο; Τρεις; Βρε μπας και η δολοφόνος ήταν γυναίκα; Ερωτική αντίζηλος; Και τέλος ήρθε η αλήθεια. Καθηλωτικά πεζή, γι’ αυτό και αδυσώπητη. Ενας μεσήλικος τοξικομανής που προσπαθούσε να εξασφαλίσει τη δόση του. Πήγε να της πάρει το κινητό, εκείνη το αντιλήφθηκε, αντέδρασε, εκείνος θόλωσε. Τελική τιμή ζωής 25 ευρώ. Είκοσι που πούλησε το τηλέφωνο και πέντε που βρήκε στην τσάντα της.

Τελευταία πράξη. Ο ένοχος οδηγείται στον ανακριτή. Οι συγγενείς φωνάζουν. Και οι περαστικοί, εξιταρισμένοι, σηκώνουν τα κινητά για να τραβήξουν βίντεο τον φονιά. Πού να φανταζόταν τέτοια τύχη όταν ξεκινούσαν για τα δικαστήρια. Εκτιμητές, δικαστές, τώρα και κινηματογραφιστές στα δράματα των άλλων. Ενας φόνος που ανέδειξε ένα μάτσο δικές μας παθογένειες. Και αν ο δολοφόνος σκότωσε τη Δώρα μια φορά, εμείς τη δολοφονούσαμε κάθε μέρα.