Αν θα έπρεπε να κρατήσουμε ένα μόνο στοιχείο από την προεκλογική εκστρατεία για την ηγεσία της προοδευτικής παράταξης αυτό θα ήταν ότι τελικά δεν δημιουργήθηκε μια ξεκάθαρη δυναμική. Υπάρχουν αρκετές εξηγήσεις γι’ αυτό, αλλά δεν είναι και το μόνο που μετράει.

Η υπερβολικά μεγάλη ενασχόληση με τα διαδικαστικά και ειδικά την ηλεκτρονική ψηφοφορία, ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός των υποψηφίων, ο υπερβολικά μακρύς χρόνος της καμπάνιας (που οφείλεται και στο ότι για άλλες ημερομηνίες αρχικά προορίζονταν οι εκλογές), ο υπερβολικός φόβος σχεδόν όλων των συμμετεχόντων να ξεφύγουν από την πεπατημένη, η υπερβολικά δύσκολη συγκυρία για μια ουσιώδη πολιτική συζήτηση και μια πραγματική πολιτική υπέρβαση, καθώς και οι υπερβολικές, ίσως, προσδοκίες, όλα αυτά έπαιξαν ρόλο. Το αποτέλεσμα πάντως, κατά τη γνώμη μου, ήταν ότι η αναμφισβήτητα θετική αφετηρία επανασυσπείρωσης ενός εκλογικά συρρικνωμένου αλλά κοινωνικά πάντα κρίσιμου χώρου δεν οδήγησε και σε ένα ποιοτικό άλμα ενδιαφέροντος των πολιτών και προτάσεων των υποψηφίων.

Αυτά που αναδείχτηκαν μέσα από την προεκλογική εκστρατεία τα ξέραμε ήδη: την υπεροχή του ΠΑΣΟΚ και των μηχανισμών του, την επικέντρωση στα προσωπικά και όχι στα πολιτικά χαρακτηριστικά, τη δυσκολία άρθρωσης ενός πρωτότυπου και πειστικού λόγου σε εποχή γενικευμένου μαρασμού των διάφορων εκφάνσεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Και αυτά που ήταν σημαντικό να μάθουμε έμειναν τα περισσότερα ανείπωτα: σε ποιες οργανωτικές βάσεις θα στηριχτεί η ενότητα που όλοι ευαγγελίζονται; Τι θα είναι και από πού θα προέλθει το νέο, την ανάγκη του οποίου όλοι καταλαβαίνουν; Ποιες (πέραν των συμμαχιών όπου κι εκεί το τοπίο παρέμεινε νεφελώδες) είναι οι προτεραιότητες στο πολιτικό πεδίο; Με τι όπλα θα επανακατακτηθεί η ψυχική επαφή με κοινωνία και ψηφοφόρους;

Δύο ήταν, και συνεχίζουν να είναι, τα βασικά, στα μάτια μου, προβλήματα, τα οποία πιθανότατα θα συνοδεύσουν και το ξεκίνημα του νέου φορέα. Η στενότητα του πέραν του ΠΑΣΟΚ χώρου και η μη ανάδειξη μιας μορφής –ενός προσώπου ή μιας ομάδας –που να φέρνει έναν πραγματικά άλλον αέρα. Βιάζομαι να πω ότι, πέραν των γραφικών περιπτώσεων, το επίπεδο των υποψηφίων ήταν και ικανοποιητικό και αντιπροσωπευτικό. Και πρέπει να αναγνωριστεί χωρίς υπεκφυγές στον εκπρόσωπο της σημαντικότερης συνιστώσας του χώρου ότι άνοιξε επί της αρχής το παιχνίδι, παρότι η προσπάθεια απεύθυνσης σε μη κομματικά ενταγμένους θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη, και ότι κράτησε και ψυχραιμία και μετριοπάθεια κατά την προεκλογική εκστρατεία. Το εγγενές πρόβλημα είναι ότι μια απλή, έστω και μέσα από μια ανοιχτή και ευρεία διαδικασία, επανεπιβεβαίωση της παρούσας κατάστασης δεν είναι βέβαιο ότι αποτελεί τον προσφορότερο δρόμο για την αναζωογόνηση. Αυτό ίσως εξηγεί και γιατί το αποτέλεσμα παραμένει τόσο ανοιχτό.

Είχα ελπίσει σε περισσότερο χρόνο και χώρο για το τι έγινε λάθος από τις προηγούμενες, πλην ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που τα έκαναν σχεδόν όλα λάθος, «μνημονιακές» κυβερνήσεις, τι αντικειμενικά περιθώρια άσκησης ή επηρεασμού μιας «μεταμνημονιακής» πολιτικής κατεύθυνσης υπάρχουν και, κυρίως, σε τι θα πρέπει απαρέγκλιτα να επιμείνει η αυριανή προοδευτική παράταξη για την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική εξισορρόπηση. Ακόμα κι έτσι, πάντως, συνεχίζω να πιστεύω πως αυτός ο αγώνας και αυτή η παράταξη θα αποδείξουν μέσα από τη συμμετοχή των πολιτών την Κυριακή την αναγκαιότητά τους.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος