Οι χώρες, όπως και οι άνθρωποι, δεν εξοκέλλουν από τη μια μέρα στην άλλη. Η παρακμή συντελείται σιγά σιγά. Τα πρώτα συμπτώματα μας εντυπωσιάζουν, μετά τα συνηθίζουμε και κάποια στιγμή συνειδητοποιούμε ότι αυτό που μας φαινόταν πρωτόγνωρο έχει γίνει κανονικότητα. Ετσι συνέβη και με τις ουρές. Ούτε του γαϊδάρου ούτε της καμήλας. Τις ουρές της κρίσης. Από αυτήν την άποψη, το λάθος, στη μνημειώδη μετάφραση από τον Πρωθυπουργό, της παροιμίας μπορεί να είναι το σωστό λάθος.

Οι ουρές ήταν, στην κουλτούρα μας, συνδεδεμένες με την ένδεια. Σαν σκηνές από τη γερμανική κατοχή, το οικονομικό κραχ στις ΗΠΑ, τις αγορές επί σοβιετικών καθεστώτων. Ταξιδεύοντας στο εξωτερικό, είδα ουρές ως φαινόμενα ενός αστικού τρόπου ζωής, που αποτύπωναν τη χαρά των ανθρώπων. Μπροστά από θέατρα, κινηματογράφους, συναυλίες. Είδα και την υπερβολή τους –αχάραγα στο Παρίσι, ουρά από γιαπωνέζους τουρίστες που περίμεναν να ανοίξει το μαγαζί τηςLouisVuitton. Και συνειδητοποίησα ότι τη διαφορά στις ουρές την κάνει το αν σχηματίζονται από επιλογή ή από ανάγκη.

Στην Ελλάδα, ήταν η πιο τραυματική εικονογράφηση της κρίσης. Οι ουρές σε συσσίτια, διανομές τροφίμων, ακόμη και για τέσσερις σοκοφρέτες, αρχικά σόκαραν. Τότε όμως δεν αφορούσαν πολλούς από εμάς. Και μετά ήρθαν ταcapitalcontrols, οι διακανονισμοί με δημόσιους οργανισμούς και Ταμεία και όλοι στηθήκαμε σε μια ουρά. Διστάζοντας ακόμη να στηθώ σε άλλη μία ατελείωτη ουρά για την παραλαβή της προσωποποιημένης κάρτας, από τη μια σκέφτομαι ότι σε λίγες μέρες δεν θα μπορώ να κυκλοφορώ με μέσο μαζικής μεταφοράς και από την άλλη ότι ο Πρωθυπουργός θα έπρεπε να καταλάβει ότι οι ουρές είναι, συχνά, πιο δύσπεπτες από ολόκληρους τους γαϊδάρους.