Μέρες παρελάσεων ξανά. Παρελάσεις στρατιωτικές και παρελάσεις μαθητικές με την ευκαιρία της επετείου του «Οχι». Γενικώς δεν με συγκινούν ιδιαίτερα οι παρελάσεις. Είναι εικονικές εκδηλώσεις επίδειξης ισχύος. Αλλά όσο θα μπορούσε ίσως κάποιος να κατανοήσει τη σκοπιμότητα μιας στρατιωτικής παρέλασης, άλλο τόσο αδυνατεί να κατανοήσει το νόημα των μαθητικών παρελάσεων. Δεν εξυπηρετούν απολύτως τίποτα. Δεν έχουν νόημα. Αποτελούν το κατάλοιπο μιας άλλης εποχής, είτε οι σημαιοφόροι επιλέγονται με βάση την αρίστευση είτε με κλήρο (ακόμη χειρότερα). Συμβαίνουν μόνο σε ανελεύθερα κράτη όπως Κίνα, Βόρεια Κορέα κ.ά. Οσοι πιστεύουν ότι μέσω των μαθητικών παρελάσεων ενισχύεται το «εθνικό φρόνημα» φοβάμαι ότι αυταπατώνται, ή έχουν μια πολύ στρεβλή αντίληψη για την έννοια του εθνικού φρονήματος. Και ορισμένοι πράγματι έχουν καθώς τείνουν να το ταυτίζουν μάλλον με το εθνικιστικό φρόνημα της φυλετικής υπεροχής, της εχθρότητας προς τον «Αλλο», της μοναδικότητας του Ελληνικού Εθνους και άλλα «ηχηρά παρόμοια» του «ελληνικού εξαιρετισμού» (exceptionalism).

Το εθνικό φρόνημα είναι –και πρέπει να είναι –το φρόνημα της ελευθερίας, δημοκρατίας και αλήθειας. «Το έθνος θα πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό» (Διονύσιος Σολωμός). Και για το φρόνημα της ελευθερίας και αλήθειας δεν χρειάζονται μαθητικές παρελάσεις. Θα μπορούσαν να αντικατασταθούν με μια ημέρα (27η ή 28η Οκτωβρίου) άσκησης στην «Ποίηση της ελευθερίας». Μια ημέρα που οι μαθητές/ σπουδαστές/ φοιτητές θα καλούνταν να διαβάσουν, σκεφτούν, στοχαστούν, νιώσουν δύο τουλάχιστον ποιητικά κείμενα του Οδυσσέα Ελύτη: το «Αξιον Εστί» (1959 –«το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση του μαύρου») και το «Ασμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» (1945). Και αντί να παρελαύνουν χαζεύοντας, να στοχασθούν πάνω π.χ. στους στίχους «Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα/ του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει/ Ελευθερία/ Ελληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:/ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ/ Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος».

Μια από τις θλιβερές μου διαπιστώσεις από την πανεπιστημιακή μου εμπειρία είναι ότι οι νέοι άνθρωποι δεν φαίνεται να συγκινούνται ιδιαίτερα από την ποίηση. Δεν διαβάζουν ποίηση. Επομένως μια τέτοια άσκηση θα εξυπηρετούσε πολλαπλό στόχο. Γιατί, εάν δεν έχεις εντρυφήσει έστω ξυστά στους Σολωμό, Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο (ενδεικτικά) δεν μπορείς ούτε να γνωρίζεις την Ελλάδα ούτε να διεισδύσεις στην ελληνικότητα. Και σ’ αυτή την περίπτωση τι να τις κάνεις τις παρελάσεις. Αχρηστες.

Ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι γνωρίζεις καλύτερα την Ελλάδα διαβάζοντας τον Σεφέρη και τον Ελύτη παρά, ας πούμε, τον Παπαρρηγόπουλο (χωρίς να σημαίνει ότι δεν πρέπει να διαβάσεις και τον Παπαρρηγόπουλο). Αλλά ενώ η ποίηση σε βοηθά να βιώσεις ότι «ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά…», σε βοηθά ταυτόχρονα να ξεπεράσεις την ιστορία. Γιατί οι λαοί θα πρέπει να γνωρίζουν αλλά και να μπορούν να ξεπερνούν την ιστορία τους –τα τραύματα, τα λάθη, τα αδιέξοδά της. Πολύ περισσότερο οι λαοί αυτής της περιοχής που, όπως έχει προσφυώς λεχθεί, «παράγουν πολύ περισσότερη ιστορία απ’ αυτή που μπορούν να καταναλώσουν».

Παρελάσεις. Και «ΑΥΤΟΣ/ ο κόσμος ο μικρός ο μέγας»…