Η συνέντευξη του πολυσυζητημένου Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στις «Ιστορίες», την περασμένη Τρίτη, ήταν η τελευταία που έδωσε ως υπουργός Οικονομικών. Και ήταν από πολλές απόψεις ενδιαφέρουσα και διδακτική. Θα μείνει, όμως, στη μνήμη μας, φοβάμαι, για εκείνη τη μικρή φράση που εκμαίευσε ο Αλέξης Παπαχελάς: «Ο εφιάλτης για την Ελλάδα τελείωσε»!

Τελείωσε;

Είναι βέβαιο ότι ο «ελληνικός εφιάλτης», για την Ευρώπη, έχει τελειώσει. Η ευρωπαϊκή οικονομία έχει ανακάμψει, όλοι οι δείκτες της έχουν υπερβεί τα προ κρίσης υψηλότερα σημεία τους. Η ευρωζώνη είναι πια έτοιμη να ξεκινήσει τη συζήτηση για τις αλλαγές στην αρχιτεκτονική της που θα τη θωρακίσουν απέναντι στον κίνδυνο επανάληψης της κρίσης ή θα της προσφέρουν εργαλεία έγκαιρης και έλλογης αντίδρασης σε μια μελλοντική κρίση, ώστε να μην επαναληφθούν οι σπασμωδικοί αυτοσχεδιασμοί του 2010. Και η ίδια η Ελλάδα έχει επιτύχει, με αίμα και δάκρυα, τη δημοσιονομική της ισορροπία, έχει αναλάβει δεσμεύσεις και έχει αποδεχθεί όρους που εξασφαλίζουν ότι κι αν αυτή η ισορροπία, για κάποιο λόγο, στο μέλλον διαταραχθεί, εξ ιδίων θα την αποκαταστήσει. Χωρίς άλλα δράματα.

Αλλά αν ο εφιάλτης τελείωσε για την Ευρώπη, τελείωσε και για εμάς τους ίδιους; Μπορούμε κι εμείς να πούμε ότι βγαίνουμε από έναν εφιάλτη που τον βιώσαμε επί πολύ περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν και καταφέραμε να τον κάνουμε όσο εφιαλτικότερο μπορούσαμε;

Η απαισιόδοξη απάντηση είναι πως, με τις δεσμεύσεις που αυτή η κυβέρνηση έχει αναλάβει, η λιτότητα συνεχίζεται. Θα συνεχιστεί στα χρόνια 2018-20. Επαχθέστερη καθώς κάθε σταγόνα πέφτει πια σ’ ένα πλημμυρισμένο ποτήρι. Και αν μια ρύθμιση για το χρέος δεν επιτρέψει τη μείωση του περίφημου στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, τότε, κατά την εκτίμηση του ίδιου του ΔΝΤ, δεν θα συνεχιστεί απλώς η λιτότητα. Κινδυνεύει να πυροδοτηθεί ένας φαύλος κύκλος που θα εμποδίσει την ανάκαμψη. Από αυτήν την άποψη έχουμε αρκετό ακόμη εφιάλτη μπροστά μας.

Η αισιόδοξη απάντηση είναι ότι, με υπερβολικό και υπερβολικά περιττό τίμημα, με μια αχρείαστα χαμένη τριετία, η ελληνική οικονομία έχει επιστρέψει εκεί όπου βρισκόταν στα τέλη του 2014. Στο σημείο, δηλαδή, που επιτρέπει την επανεκκίνηση της μηχανής της. Και από πολλές απόψεις, βρίσκεται σε καλύτερο σημείο. Το διεθνές περιβάλλον –ειδικά η ανάκαμψη της ευρωζώνης –είναι ευεργετικά θετικό για την ελληνική οικονομία. Και, όπως λένε οι ειδικοί, οι «στοιχειακές δυνάμεις» της κρίσης έκαναν πια τη δουλειά τους. Κατέστρεψαν (παίρνοντας μαζί και ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας) ένα μεγάλο κομμάτι μη ανταγωνιστικού κεφαλαίου και, αν δεν κατάφεραν να αλλάξουν τη δομή του δημόσιου τομέα, έσπασαν πάντως τη φούσκα του.

Τι θα μπορούσε να εμποδίσει την ανάκαμψη, το τέλος του εφιάλτη; Δύο, αλληλένδετες αιτίες.

Το ένα εμπόδιο θα μπορούσε να το υψώσει η αγιάτρευτη ροπή του πολιτικού συστήματος στην αυτοαναφορικότητα και τον πολιτικαντισμό. Οπως το 2010. Τότε που, έπειτα από μια πενταετία ανέμελης, δημοφιλούς φαυλότητας, το ελληνικό πολιτικό σύστημα (μόνο αυτό σε όλη την Ευρώπη, μόνο ανάμεσα σε όλες τις χώρες που χτύπησε η κρίση) δεν κατάφερε να παραγάγει τη στοιχειώδη συναίνεση στην αναγνώριση έστω της άφευκτης πραγματικότητας. Οπως το 2014. Τότε που και πάλι η βουλιμία για εξουσία εμπόδισε την ολοκλήρωση του προγράμματος. Και γίναμε, και πάλι εμείς, η μοναδική περίπτωση, ανάμεσα στις χώρες των Μνημονίων, που ενώ είχαμε ακριβοπληρώσει το εξιτήριο από το πρόγραμμα, αρνηθήκαμε, για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους, να το παραλάβουμε και να το χρησιμοποιήσουμε και προτιμήσαμε, αφού περιπλανηθήκαμε στην έρημο επί επτά μήνες, το 2015, να πληρώσουμε ένα καινούργιο, εξαρχής, εξιτήριο! Ολα δείχνουν πως τώρα μια κάποια ωριμότητα έχει κατακτηθεί και πως είμαστε αρκετά σοφοί ώστε να μην ξαναπάθουμε τα ίδια. Αλλά μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει την ανεξάντλητη εφευρετικότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος, να βρίσκει τρόπους να εμποδίζει την επανεκκίνηση της οικονομίας;

Το δεύτερο εμπόδιο θα μπορούσε να το υψώσει η, επίσης ακαταμάχητη, ροπή μας να φορτώνουμε στους κακούς ξένους τα βάσανά μας. Το ζήσαμε από την πρώτη μέρα. Για τη χρεοκοπία μας φταίνε οι ξένοι που δεν μας έσωσαν από την «ευγενή μας τύφλωση». Για τα Μνημόνια φταίνε πάλι εκείνοι. Κάθε κυβέρνηση της κρίσης εμφάνιζε τον εαυτό της ως θύμα των ξένων που πιέζουν και είχε απέναντί της μια αντιπολίτευση που την αντιμετώπιζε ως προδότη, ως «γερμανοτσολιά». Και μολονότι η σημερινή αντιπολίτευση το έχει πληρώσει και έχει γίνει σοφότερη, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι βρήκαμε αντίδοτο στο προαιώνιο σύνδρομο και στη γοητεία μιας πολιτικάντικης εκδήλωσης «ανυπακοής».

Επιστρέφω στον Σόιμπλε, λοιπόν. Θα μπορούσε να του πει κανείς: ο εφιάλτης για εσάς τελείωσε, αλλά εμείς, επτά χρόνια μετά, είμαστε ακόμη δέσμιοι ενός μη μεταρρυθμισμένου κράτους, μιας γραφειοκρατίας που έχει στο DNA της την αποστροφή στην καινοτομία και την επιχειρηματικότητα, μιας υπερβολικής φορολογικής αφαίμαξης. Κι εκείνος θα μπορούσε να απαντήσει: μα αυτά όλα δεν είναι δική μου δουλειά, ούτε έχω νομιμοποίηση να ασχοληθώ με αυτά. Δικιά σας δουλειά ήταν και είναι. Τα Μνημόνια συντάχθηκαν, με όλες τους τις αστοχίες, για να εξασφαλίσουν μια ομαλότερη προσγείωση, μετά το σπάσιμο της φούσκας, για να αποτρέψουν μια απότομη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Και για εμάς, ο μόνος στόχος είναι πια να μη χρειαστεί ποτέ ξανά να συζητήσουμε για την Ελλάδα στα Κοινοβούλιά μας ή να εκταμιεύσουμε δανεικά, συντάσσοντας μνημονιακούς όρους. Η αλλαγή του κράτους, η ανασυγκρότηση της οικονομίας, είναι δική σας δουλειά.

Κι αν ήθελε να είναι πιο αιχμηρός, θα μπορούσε να προσθέσει: η σημερινή κυβέρνηση εκπληρώνει, και με το παραπάνω, τις μνημονιακές της υποχρεώσεις. Υπάρχει μόνο μια υποχρέωση, την οποία προέβλεπε και το πρώτο Μνημόνιο του 2010 και το τρίτο του 2015 (με καταληκτική προθεσμία, μάλιστα, τον Μάιο του 2016 που πέρασε προ πολλού), η οποία παραμένει ανεκπλήρωτη: η υποχρέωση της Ελλάδας να καταρτίσει ένα εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο.