Σε άλλη χώρα, ένα ταξίδι Πρωθυπουργού στην Αμερική ίσως να μην ξεσήκωνε τόση χλεύη, γιούχα και σαρκασμό.

Ακόμη κι ο ίδιος έδειξε να εκπλήσσεται. Με μια (απολογητική) συνέντευξη προσπάθησε να αντιτάξει αμήχανα ότι «το 2017 δεν είναι 2015» («Εφημερίδα των Συντακτών», 20/10).

Σωστό. Από το 2015 στο 2017 άλλαξαν πολλά πράγματα. Αλλά Πρωθυπουργός έμεινε ο ίδιος.

Από το στόμα του ακούγεται κάπως σαν παράπονο. Ισως ότι τον αδικούν, ότι δεν του αναγνωρίζουν την ενηλικίωση, την αλλαγή, την προσαρμογή, ούτε καν εκείνοι που του ζητούσαν να προσαρμοστεί.

Αλλά εδώ στηρίζεται η παρανόηση.

Ο ίδιος θέλει να κριθεί μόνο για τη στιγμή –γι’ αυτό που είναι τώρα.

Οι άλλοι τον κρίνουν συνολικά για την πορεία του –για ό,τι ήταν, για ό,τι έγινε και χωρίς να πιστεύουν τι ακριβώς έγινε.

Καλώς Ή κακώς, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας (το συντριπτικά μεγαλύτερο σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις…) θεωρεί ότι ο Πρωθυπουργός παραμένει πρωταγωνιστής της πολιτικής απάτης που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.

Απλουστευτικό; Ενδεχομένως. Αλλά αυτό πιστεύουν οι πολλοί. Οτι έχουν να κάνουν με έναν αναξιόπιστο πολιτικό που άλλα νομίζει, άλλα λέει κι άλλα κάνει.

Ως εκ τούτου η επίσκεψη στις ΗΠΑ δεν αξιολογήθηκε ως διπλωματική δραστηριότητα αλλά ως νέα απόδειξη της αναξιοπιστίας του. Μέρος μιας διαρκούς κωλοτούμπας.

Αυτή είναι η μια πλευρά. Διότι υπάρχει και δεύτερη.

Και δεν εννοώ τα αγγλικά του Πρωθυπουργού που έχουν γίνει ανέκδοτο –άλλωστε δεν είμαι βέβαιος ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ας πούμε, τα μιλούσε καλύτερα.

Εννοώ τη συνολική εικόνα.

Από το 1974 η Ελλάδα ευτύχησε να έχει Πρωθυπουργούς από μια κοσμοπολίτικη πολιτική τάξη.

Είχαν σπουδάσει έξω ή είχαν ζήσει έξω ή είχαν συναναστραφεί με τους έξω και εξοικειωθεί μαζί τους πριν γίνουν Πρωθυπουργοί.

Ανθρωποι που είχαν οντότητα και επάρκεια στην εκπροσώπηση της χώρας. Ενα know how.

Ηξεραν πώς να βγουν από το αυτοκίνητο, πώς να δώσουν το χέρι, πώς να περπατήσουν, πώς να κάτσουν, πώς να σταθούν, πώς να μιλήσουν, πότε να μη μιλήσουν και σίγουρα πότε να αποφύγουν τα σαχλά καλαμπούρια σε μια γλώσσα που δεν κατέχουν.

Ο σημερινός Πρωθυπουργός ανήκει σε άλλη κατηγορία. Και φαίνεται.

Οσο κι αν καταβάλλει φιλότιμη και (νομίζω) έντιμη προσπάθεια να καλύψει τις αδυναμίες και τις ελλείψεις του. Οι οποίες δεν διορθώνονται σε μια διετία αλλά μόνο σε βάθος χρόνου.

Αυτό όμως είναι η δημοκρατία.

Η αρετή της (έλεγε ο Κίσιντζερ) είναι ότι ο οιοσδήποτε μπορεί να γίνει Πρωθυπουργός.

Και το ελάττωμά της ότι ο οιοσδήποτε μπορεί να γίνει Πρωθυπουργός.