Κάθε συνάντηση με έναν πρόεδρο των ΗΠΑ είναι εκ προοιμίου σημαντικό επικοινωνιακό γεγονός. Περιέργως, το επικοινωνιακό ταλέντο του Αλέξη Τσίπρα σκιάζεται σε αυτές τις συναντήσεις: με τον Κλίντον από το χάντικαπ της γλώσσας, με τον Ομπάμα από τη διαφορά χαρίσματος, με τον Τραμπ από τον όγκο του ναρκισσισμού. Και στις τρεις όμως συναντήσεις ο έλληνας Πρωθυπουργός επιδίωξε να στείλει το ίδιο μήνυμα: «προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, γίνομαι ρεαλιστής». Στην πρόσφατη συνάντηση με τον Τραμπ η επιδίωξη ήταν τόσο εμφανής που σκέπασε σε πρώτη φάση και τα F-16 και τα 2,4 δισ. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τα εθνικά ΜΜΕ ήταν έτοιμα να δεχτούν την προτεραιότητα του επικοινωνιακού γεγονότος. Ετσι και αλλιώς αυτή η χώρα, εγκλωβισμένη στην κρίση, έχει πάψει να συζητά τα μείζονα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής στρατηγικής. Εχει πάψει να συζητά ποιο μήνυμα στέλνει αυτή τη στιγμή στη χειμαζόμενη κοινωνία η στρατιωτική διπλωματία και η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, έχει πάψει να συζητά την οπισθοδρόμηση στο Κυπριακό με ευθύνη και της ελληνικής πλευράς, έχει πάψει να συζητά τη στασιμότητα στο «μακεδονικό» παρά τις εξελίξεις στη γείτονα χώρα, έχει πάψει να συζητά για την ευρωπαϊκή στρατιωτική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας, έχει πάψει να συζητά τις προοπτικές της χώρας στη διαμορφούμενη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική των πολλών ταχυτήτων.

Μένει λοιπόν η kolotumba, η λέξη με την οποία τα διεθνή ΜΜΕ περιγράφουν πλέον την κυβερνητική διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ. Ο όρος δεν είναι συνώνυμο της δημαγωγίας ή του περιστασιακού καιροσκοπισμού, φαινόμενα εγγενή σε κάθε δημοκρατικό πολιτικό σύστημα, ούτε χαρακτηρίζει μια κυβέρνηση που υπόσχεται δέκα και κάνει τα πέντε. Αναφέρεται σε μια κυβέρνηση που έκανε τα ακριβώς αντίθετα από όσα έλεγε. Και καμία ώς τώρα δεν έχει κάνει τόσο απότομες στροφές σε τόσο μικρό διάστημα και με τόσο κυνικό τρόπο όσο η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Με την τελευταία kolotumba επαναλήφθηκε το ίδιο πολιτικό σκηνικό. Οι αντίπαλοι ορθώς συναίνεσαν στη ρεαλιστική απομάκρυνση από τον παραδοσιακό αντιαμερικανισμό, χλεύασαν την ασυνέπεια, ενώ κάποιοι ανησύχησαν μήπως ο ΣΥΡΙΖΑ τους κλέψει ολοσχερώς την ατζέντα. Οι οπαδοί έσπευσαν να στηρίξουν ενεργά ή έδειξαν ανοχή, και μόνο από κάποιους από τον στενό κομματικό χώρο διέρρευσε ανωνύμως η δυσφορία τους. Οι εξ αριστερών αντίπαλοι επιτέθηκαν για τη νέα «προδοσία», αλλά όπως συνέβη και με την μνημονιακή kolotumba το πιθανότερο είναι να μην εισπράξουν τίποτα. Γιατί; Γιατί η ελληνική κοινωνία, σε κάποιες τουλάχιστον περιόδους, δείχνει έναν εθισμό, μια ανοχή, αν όχι συνενοχή, στην πολιτική της κωλοτούμπας. Πράγματι, εκτός από λίγους αφελείς οπαδούς ή συνεπείς ιδεολόγους, μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος περιμένει εκ των προτέρων ότι η κωλοτούμπα κάποια στιγμή θα γίνει, πολλοί μάλιστα ψηφίζουν ακριβώς επειδή θα γίνει. Ετσι, η κριτική ότι «θα ψηφίσουν οτιδήποτε για να μείνουν στην καρέκλα», ακόμα και αν ισχύει, δεν απαντά στο πρόβλημα, καθώς από την οπτική της δημοκρατικής δεοντολογίας το παράδοξο είναι ότι η κωλοτούμπα διασώζει την «καρέκλα» αντί να τη στερεί λόγω εμφανούς (αυτ)απάτης. Ούτε οι «αριστερές ιδέες» απορρίπτονται ούτε πρόκειται να πάψουν να αποτελούν συνιστώσα της κυβερνητικής και κομματικής προπαγάνδας γιατί, και πάλι, το εκλογικό σώμα αποδέχεται τις διγλωσσίες και τις (αυτ)απάτες.

Διαπιστώσεις όπως οι προηγούμενες επισείουν συνήθως μια ελιτίστικη αφ’ υψηλού κριτική για τον «λαό», την «ελληνική κοινωνία» ή τον «Νεοέλληνα». Κριτική που αυτοακυρώνεται, αν μη τι άλλο, λόγω της αναποτελεσματικότητάς της. Επιτρέπεται σε έναν ανεξάρτητο διανοούμενο, σε έναν ελεύθερο σχολιαστή, αλλά όχι σε μια πολιτική δύναμη. Δημοφιλείς είναι επίσης οι πολιτισμικές ερμηνείες που αναζητούν την αιτία της κοινωνικής ανοχής σε κυβερνητικές κωλοτούμπες στις «ανατολίτικες» ιστορικές καταβολές μας και στις επιδράσεις της Ορθοδοξίας. Προφανώς είναι παράγοντες που χρειάζεται να συνυπολογίσουμε, ενθυμούμενοι όμως ότι η νεωτερική Ελλάδα έχει διατρέξει μια μακρά πορεία δύο αιώνων και πλέον με πυξίδα την «Ευρώπη/Δύση» και εντός αυτής.

Ο κύκλος «ριζοσπαστική» πολιτική – πρόσκρουση στην πραγματικότητα – άτακτη αναδίπλωση που χαρακτηρίζει κατά καιρούς τη μεταπολιτευτική εξέλιξη ερμηνεύεται καλύτερα αν συνδυάσουμε κοινωνιολογικές αιτίες, πολιτικές κληρονομιές, μέσα στη συγκυρία της παρούσας κρίσης. Από αυτές προκύπτει η εικόνα μιας κοινωνίας που δέχεται τα μηνύματα των καιρών, αλλά δεν μπορεί να τα μετατρέψει σε κοινωνική αυτενέργεια για τον εκσυγχρονισμό της ή την αντιμετώπιση της κρίσης, παρά μόνο υπό την πίεση του διεθνούς περιβάλλοντος, είτε του γεωπολιτικού είτε του οικονομικού. Κυρίως γιατί είναι μια χώρα μικροκαπιταλισμού και μικροϊδιοκτησίας χωρίς μεγάλους και ανταγωνιστικούς παίκτες με μακροπρόθεσμες στρατηγικές, με ευρύ φάσμα εσωστρεφών οικονομικών – επαγγελματικών δραστηριοτήτων, με κατακερματισμένη συντεχνιακή οργάνωση και αντιφατικές ιδεολογικές προδιαθέσεις. Αντικαπιταλιστική ως προς τους «μεγάλους καπιταλιστές» αλλά όχι ως προς την «αγορά» όπου συναλλάσσονται οι μικροί, καχύποπτη προς τον φιλελευθερισμό αλλά λάτρις της ατομικής ιδιοκτησίας, κρατικιστική αλλά χωρίς δισταγμό να καταχραστεί ό,τι δημόσιο. Αυτή η στενή αλληλεπίδραση του διεθνούς περιβάλλοντος με την εσωτερική αναπροσαρμογή, μαζί με τις ανωτέρω αμφιθυμίες και αντινομίες της κοινωνικής συνείδησης, έκανε καθοριστικό τον ρόλο των εκάστοτε πολιτικών ηγεσιών. Οταν μπορούσαν να συλλάβουν τη δυναμική της εποχής, η Ελλάδα πετύχαινε τους στόχους της ή έκανε άλματα. Οταν έρχονταν σε σύγκρουση με αυτήν, είτε από βολονταρισμό, είτε από καιροσκοπισμό, είτε από αυταπάτες, είτε από απάτες, είτε από ασχετοσύνη, η χώρα διέτρεχε τον κίνδυνο του εκτροχιασμού. Είναι προφανές ότι οι πολιτικές κουλτούρες της κομμουνιστικής, της μετακομμουνιστικής Αριστεράς, όπως και της εθνικολαϊκιστικής Κεντροαριστεράς στάθηκαν περισσότερο εκτεθειμένες σε αυτόν τον κίνδυνο. Εξού και τα αντίστοιχα κυβερνητικά κόμματα υποχρεώθηκαν σε απότομες στροφές, κοινώς κωλοτούμπες, σαν αυτός να ήταν ο μόνος τρόπος «εξημέρωσης» της κοινωνικής διαμαρτυρίας μέσω μιας σχιζοειδούς προσαρμογής στην πραγματικότητα. Σε καμία όμως άλλη στιγμή της μεταπολιτευτικής περιόδου ο εκτροχιασμός δεν ήταν τόσο δραματικός, και ταυτόχρονα, τόσο στείρος από την άποψη των μεταρρυθμίσεων, όσο με τις κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Η kolotumba από μόνη της ούτε σώζει μια κυβέρνηση, ούτε την καταδικάζει αυτομάτως. Η ελληνική κοινωνία είναι περισσότερο πολύπλοκη και αμφίθυμη. Οι εκλογικές – πολιτικές μετατοπίσεις προκύπτουν από πιο σύνθετες διεργασίες. Ενα όμως είναι σίγουρο. Η kolotumba ως τρόπος άσκησης της πολιτικής και ως σχιζοειδής προσαρμογή στην πραγματικότητα, ακόμα και όταν έχει την «κατανόηση» μεγάλου μέρους της κοινωνίας, έχει ένα βαρύ εθνικό κόστος. Οχι μόνο οικονομικό, αλλά άυλο και μακροχρόνιο. Εθίζει στον κυνισμό, διαχέει στην κοινωνία την πιο ακραία ιδιοτέλεια και με μαθηματική βεβαιότητα εκτρέφει τη διαφθορά. Κυρίως όμως αφήνει την κοινωνία μετέωρη, χωρίς να τη βοηθά να διαμορφώσει μια συνεκτική αντίληψη για την πορεία της χώρας σε μια δύσκολη παγκόσμια κατάσταση.

Η kolotumba είναι η απόδειξη της απουσίας μιας ώριμης προοδευτικής μεταρρυθμιστικής κουλτούρας. Η κάλυψη του κενού παραμένει επιτακτική ανάγκη.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου