Εάν της υπεσχημένης από τους νυν θεσμικούς διαχειριστές, «σύντομης εξόδου από την κρίση», δεν προηγείται ουσιαστική έξοδος από την αδυσώπητη μέγγενη του χρέους, τότε: Είτε πρόκειται για εν πολλοίς ανέξοδη παρηγορητική ρητορεία. Είτε για προφανώς αναλώσιμη αυταπάτη. Ενδεχομένως και τα δυο. Διότι, ό,τι και να συμβαίνει, συνειρμικά η κρίση έχει ως βασική αιτιογονία, το χρέος.

Εάν λοιπόν αυτή ακριβώς η αυτονόητη αλληλεξάρτηση των κατά συρροήν κακοδαιμονιών δεν αποτελέσει (έστω κι εκ των υστέρων) κίνητρο γενναιόφρονος αυτοσκοπικής τομής, ο φαύλος κύκλος και θα συντηρείται και θα οδηγεί σε αναπαραγωγή των ιδίων παθών. Και παθημάτων, άνευ επαρκών μαθημάτων. Καθώς: Το μεν χρέος δεν προέκυψεν αφ’ εαυτού κι εκ του μη όντος. Είναι αντιθέτως φυσιολογικό παράγωγο ασυνέτων διαχειρίσεων και μοιραίων λαθών. Που προβλεπτώς οδήγησαν σε ολέθριες απολήξεις. Η δε κρίση απορρέει με δυναμικές φυσικού συνακόλουθου. Που δυστυχώς τείνει να εκφύγει του ελέγχου. Αλλά τον έλεγχο τελικά (όπως και αν αυτός νοείται) τον έχουν ήδη απαρχής οι δανειστές. Αυτοί τελικά υπαγορεύουν τα εφεξής διαχειριστικά πλαίσια. Προκειμένου πρωταρχικά να διασφαλίσουν το «λαβείν» τους. Συν θεμιτά έστω τοκομερίδια. Και ως εταίροι, να δημιουργήσουν υποτίθεται προϋποθέσεις ανανήψεως της οικονομίας πρώτα και ανατάξεως στην συνέχεια. Εστω και με προγράμματα που επαυξάνουν την ανέχεια. Και προκαλούν έως και ακατάσχετη διάβρωση του κοινωνικού ιστού.

Ουσιαστικά εκείνο που προσδιορίζεται από τους λεγόμενους θεσμούς ως «αναγκαία εκ των πραγμάτων αναπροσαρμογή», εξελίχθηκε σε βίαιη αποσυνάρτηση δεδομένων και δημοσιονομικής πρακτικής. Με αποτελέσματα καταδήλως τραυματικά. Κι επέπρωτο. Διότι «το δανείζεσθαι (κατά Πλούταρχον) της εσχάτης αφροσύνης και μαλακίας εστίν». Καθώς έρχεται (αργά ή γρήγορα) η ώρα της αποδόσεως, όσων εν πολλοίς αλογίστως ελήφθησαν και απερισκέπτως εσπαταλήθησαν. Με τόκους και πανωτόκια. Οπόταν και ο μη έχων, διολισθαίνει μη αναστρεψίμως, προς χρεοκοπικήν κατιούσαν. Αυτό ακριβώς που συνέβηκε σ’ εμάς.

Γι’ αυτό ακριβώς δεν νοείται η ευφροσύνως προαγγελλόμενη «σύντομη έξοδος από την κρίση». Οχι γιατί αυτή δεν είναι (για όλους) ευκταία. Αλλά όσο το βασικό αίτιο δεν θεραπεύεται, η έξοδος θ’ αποτελεί απλώς ανακουφιστική αγωγή στην υπό μετάσταση κακοήθη νεοπλασία. Κι αυτό ισχύει για όλους όσοι προσηλώνονται στο δάχτυλο, αντί σ’ αυτό που δαχτυλοδεικτείται. Στο ζητούμενο δηλαδή. Και τις προσφερόμενες υπερβάσεις, που περνούν αφεύκτως από ρεαλιστική (και προπαντός τελεσφόρα) διαχείριση της χρεοκοπικής βαναυσότητος. Η οποία συνάπτεται άρρηκτα προς το μέγεθος και τις παράπλευρες επιβαρύνσεις του χρέους. Γιατί –κατά τη ρήση Ανδρέα Παπανδρέου: «Είτε το έθνος θ’ αφανίσει το χρέος, είτε το χρέος θ’ αφανίσει το έθνος». Κάτι που όχι απλώς επαληθεύεται με τις αρνητικές του συνέπειες, αλλά και που αποβαίνει ευκρινές σήμα κινδύνου.

Αυτό λοιπόν μεταφράζεται σε τελική ανάλυση: Προσγειωμένες πολιτικές. Εγκατάλειψη έωλων νοοτροπιών και ανεδαφικών προσεγγίσεων. Και ταυτόχρονα εύτολμη αντιμετώπιση των περίπου εκτός ελέγχου καταστάσεων που ανακύπτουν από ελαφρά τη καρδία διαχειριστικών πρακτικών. Με το ασήκωτο βάρος των ανειλημμένων δεσμεύσεων προς τους δανειστές. Που υποδύονται συν άλλοις ρόλο επόπτου των αποφάσεων και των συμπεριφορών!

Η πάσα κι επώδυνη αλήθεια. Ως τομή του ημετέρου δράματος…