Τον Δεκέμβριο του 2016 δόθηκε στους χαμηλοσυνταξιούχους εφάπαξ η περίφημη «13η σύνταξη», αφού προηγουμένως οι περισσότεροι από αυτούς είχαν χάσει το ΕΚΑΣ και είχαν υποστεί μόνιμες περικοπές στη σύνταξή τους με τον νόμο Κατρούγκαλου. Φέτος τα Χριστούγεννα, την… τιμητική τους σχεδιάζεται να έχουν οικονομικά ευάλωτες ομάδες που υπάγονται στο Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ). Σ’ αυτούς σχεδιάζεται να διανεμηθεί ένα ποσό από την υπέρβαση του πρωτογενούς πλεονάσματος που εκτιμά οτι θα επιτύχει η κυβέρνηση.

Ακόμη και αν τα σχέδια αυτά βρουν τον δρόμο τους –χωρίς να σκοντάψουν στις αντιρρήσεις των δανειστών, που δεν συμμερίζονται ούτε την κυβερνητική αισιοδοξία για το ύψος στο οποίο, τελικά, θα ανέλθει το πλεόνασμα, ούτε συναινούν με την κατεύθυνση της διανομής του -, η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι βασίζονται σε χρήματα που οφείλονται σε άλλες εξαιρετικά ευάλωτες ομάδες και κατηγορίες πολιτών. Και παρότι τα όρια μεταξύ ψηφοθηρίας και φιλολαϊκής πολιτικής είναι δυσδιάκριτα, στην περίπτωση αυτή είναι ορατά διά γυμνού οφθαλμού. Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να πουλήσει αριστεροσύνη και… καλά Χριστούγεννα σε δικαιούχους του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης με χρήματα που χρωστά σε χιλιάδες συνταξιούχους. Αν η σημερινή κυβέρνηση, ως ώφειλε, απένειμε κανονικά τις συντάξεις στους δικαιούχους τους –περισσότεροι από 300.000, που περιμένουν πάνω από δυόμισι χρόνια στην ουρά -, υπέρβαση πλεονάσματος δεν θα υπήρχε. Και αν το υπουργείο Οικονομικών δεν είχε συγκρατήσει, στο εννεάμηνο, τις κοινωνικές και άλλες δαπάνες του προϋπολογισμού κατά 1,5 δισ. ευρώ, το κοινωνικό μέρισμα θα ήταν, επίσης, όνειρο καλοκαιρινής νυκτός.

Το πρόβλημα είναι ότι όχι μόνο το ποσό γύρω στο 1,5 δισ. ευρώ έχει ουσιαστικά υπεξαιρεθεί για περισσότερο από δυόμισι χρόνια από τους δικαιούχους του συνταξιούχους, αλλά και επιπλέον 5,5 δισ. ευρώ οφείλονται σε επιχειρήσεις είτε ως προμηθευτές του Δημοσίου είτε με τη μορφή επιστροφών φόρων. Πρόκειται για δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες, που ενώ έχουν προμηθεύσει το Δημόσιο δεν έχουν πληρωθεί απ’ αυτό, ούτε έχουν εισπράξει την επιστροφή του ΦΠΑ που δικαιούνται, γεγονός που επιτείνει τις συνθήκες ασφυξίας που αντιμετωπίζουν. Πολλές από αυτές για τον λόγο αυτό απολύουν εργαζομένους ή βάζουν λουκέτο, στερώντας θέσεις εργασίας και προοπτικές ανάπτυξης από μια πολύπαθη οικονομία.

Και εδώ ακριβώς είναι ακόμη εμφανέστερα τα όρια μεταξύ ψηφοθηρίας – παροχολογίας και φιλολαϊκής οικονομικής πολιτικής. Αν το Δημόσιο δεν έπαιζε κατενάτσιο στην πληρωμή των υποχρεώσεών του και έδινε κανονικά τα 5,5 δισ. ευρώ στις επιχειρήσεις στις οποίες τα οφείλει, μια μεγάλη ανάσα ρευστότητας θα ανακούφιζε την αγορά. Το ίδιο και εάν απένειμε τις συντάξεις κανονικά στους δικαιούχους τους. Οι συναλλαγές θα αναθερμαίνονταν, οι μισθοί θα καταβάλλονταν και ενδεχομένως νέες προσλήψεις θα έρχονταν να καλύψουν τις ανάγκες της αυξημένης οικονομικής δραστηριότητας.

Γι’ αυτό πρωτίστως και κύρια το Δημόσιο πρέπει να επιστρέψει τα λεφτά που οφείλει στους πολίτες και τις επιχειρήσεις – πιστωτές του. Το ζήτημα δεν είναι μόνο ηθικό. Είναι βαθιά πολιτικό, αφού έτσι μπορεί να κινηθεί η αγορά σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία χρειάζεται επειγόντως ανάπτυξη!