Η επέτειος πέρασε ανεόρταστη και βουβή. Ούτε πολλές συζητήσεις ούτε αναμνήσεις. Τον περασμένο Αύγουστο, πάντως, συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από την πρώτη αυγή της κρίσης, στον κύκλο της οποίας εμείς τουλάχιστον –μόνοι, ίσως, στον κόσμο ολόκληρο –εξακολουθούμε να κινούμαστε. Περιμένοντας, έστω, έναν επίλογο στο δράμα.

Τον Αύγουστο του 2007 οι διεθνείς αγορές χρήματος είχαν παγώσει, η ρευστότητα είχε στεγνώσει, η ΕΚΤ υποχρεώθηκε για πρώτη φορά να παρέμβει αιμοδοτώντας με 95 δισ. ευρώ τη διατραπεζική αγορά χρήματος. Ηταν το πρώτο σημάδι πως η ευφορία σε λίγο θα έδινε τη θέση της στον πανικό. Η βεβαιότητα ότι «οι οικονομικές κρίσεις ανήκουν στο παρελθόν» και το δόγμα Γκρίνσπαν πως «καμία κρατική παρέμβαση δεν είναι καλύτερη από την αυτορρύθμιση των αγορών» άντεξαν, για λίγο ακόμη, να αγνοούν την πραγματικότητα. Μέχρι να καταρρεύσουν οριστικά τον Σεπτέμβριο του 2008.

Τον ίδιο εκείνο, μοιραίο Αύγουστο του 2007, ο τότε υπουργός οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης εισηγήθηκε στον πρωθυπουργό του εκλογές για να γίνει διόρθωση πορείας στην οικονομική πολιτική, καθώς τα πρώτα σημάδια ενός επικείμενου δημοσιονομικού εκτροχιασμού είχαν αρχίσει να γίνονται ορατά. Οι εκλογές έγιναν πράγματι, μέσα στις φλόγες της πυρκαγιάς στην Πελοπόννησο. Η διόρθωση πορείας δεν έγινε. «Ασ’ το για αργότερα» στην αρχή. «Είμαστε θωρακισμένοι» στη συνέχεια. Κερδήθηκε, ανέμελα, όσος χρόνος ήταν δυνατόν να κερδηθεί, μέχρι να βρεθούμε, στα τέλη του 2009, ανυπεράσπιστοι στο χείλος της αβύσσου. Και να μετράμε από τότε οκτώ χρόνια ύφεσης κι έναν μόνο χρόνο αναιμικής ανάπτυξης –το 2014 της χαμένης ευκαιρίας. Να μετράμε χαμένο εισόδημα, εκατοντάδες χιλιάδες χαμένες θέσεις εργασίας και κοντά μισό εκατομμύριο νέους συμπολίτες μας που ξενιτεύτηκαν στα χρόνια της κρίσης.

Είναι εύκολο (και οδυνηρό) να μετρήσουμε τι χάσαμε. Αλλά έχουμε τουλάχιστον κερδίσει κάτι;

Δέκα και κάτι χρόνια μετά, ένας από τους λίγους που θυμήθηκαν την επέτειο έγραψε, ειρωνικά, ότι η κρίση αυτή, για την παγκόσμια οικονομία συνολικά, δεν ήταν ίσως όσο ισχυρή θα έπρεπε. Μπορεί να διέψευσε αυταπάτες και να κλόνισε δόγματα, αλλά δεν άλλαξε την «ιδεολογία του κόσμου», όπως είχε συμβεί μετά το μεγάλο Κραχ του 1929 ή μετά την κρίση του 1971. Την πολιτική κληρονομιά της σοφίας που αποθησαύρισε ο κόσμος μετά το 2008 δεν υπάρχει κανείς που να την διεκδικεί πειστικά, πνευματικά και πολιτικά. Κι αυτή η απουσία είναι που αφήνει χώρο να δράσουν όσοι τρέφονται με φόβο και οργή και πουλάνε ψεύτικες υποσχέσεις ασφάλειας πίσω από κλειστά σύνορα και προστατευμένες ταυτότητες.

Στην Ευρώπη, ειδικότερα, και σ’ ένα πιο συγκεκριμμένο πεδίο, κάτι φαίνεται να κινείται. Μακρόν και Μέρκελ φίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει ότι έχουν τώρα, σε περίοδο οικονομικής σταθερότητας και με κάποια χρόνια μπροστά τους απαλλαγμένα από εκλογικές σκοτούρες, την ευκαιρία να κάνουν κάποιες από τις αλλαγές στη θεσμική αρχιτεκτονική της ευρωζώνης, στον τρόπο διακυβέρνησής της, που η εμπειρία τής κρίσης έδειξε ότι είναι αναγκαίες.

Κι εμείς;

Αφού περάσαμε χρόνια στο τρενάκι του τρόμου να κοψοχολιάζουμε σε διαδρομές άρνησης, οργής, ματαιωμένων προσδοκιών και διαψευσμένων μύθων, φαίνεται πως σιγά σιγά αφήσαμε πίσω μας αυτό το πολιτικό λούνα παρκ για να ισορροπήσουμε σε κάτι που μοιάζει με μια ελάχιστη συλλογική αυτογνωσία. Μόνο που, προς το παρόν, αυτή η αυτογνωσία παράγει παραίτηση μάλλον παρά ελπίδα. Στο επίπεδο των πολιτικών υποκειμένων παράγει σχεδόν καθολική συναίνεση, συχνά σιωπηρή, στην αποδοχή του αναπόφευκτου, αλλά καμία συναίνεση σε ένα κάποιο σχέδιο για το μέλλον, σε μια κάποια εθνική φιλοδοξία. Στο κοινωνικό επίπεδο, παράγει μάλλον μια μαραμένη, αποκαρδιωμένη απόσυρση από τη δημόσια σφαίρα κι από την προσδοκία (ακόμη λιγότερο τη διεκδίκηση) ενός καλύτερου μέλλοντος.

Είναι, ίσως, που κι εδώ αυτή η τόσο επώδυνα συσσωρευμένη αυτογνωσία, αυτή η βιωμένη σοφία των χρόνων της συμφοράς παραμένει κλεισμένη στις χιλιάδες σελίδες της απέραντης βιβλιογραφίας της κρίσης. Ή σε εκατομμύρια μονολόγων στην ιδιωτική του καθενός μας σφαίρα. Κανείς δεν διεκδικεί να την εκπροσωπήσει, να τη μετατρέψει σε πρόγραμμα, προωθητική δύναμη, κινούσα ιδέα.

Θα μπορούσε να το κάνει κάποιος από τους υπαρκτούς πολιτικούς σχηματισμούς;

Προφανώς όχι ο ΣΥΡΙΖΑ. Για να είμαστε δίκαιοι, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο πιο σημαντικός, ο αποφασιστικός παράγοντας για την κατάκτηση του σημερινού επιπέδου αυτογνωσίας και συναίνεσης. Αφού έπαιξε με τα σπίρτα στην μπαρουταποθήκη, αφού έθρεψε, παρόξυνε και οδήγησε ώς τις ακρότατες συνέπειές τους όλους τους μύθους κι όλες τις αυταπάτες, ανέλαβε να μας προσγειώσει βίαια στο έδαφος της πραγματικότητας. Αυτοί οι 33 μήνες στην εξουσία ήταν ένα αργό, ακριβοπληρωμένο αλλά άκρως παιδαγωγικό ταξίδι από τη χώρα της αυταπάτης σε μια χώρα κυνικού και αποκαρδιωμένου ρεαλισμού –με αποθέωση την παράσταση, δίπλα στον Τραμπ, στον ροδόκηπο του Λευκού Οίκου. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει, στον παρόντα εκλογικό κύκλο, δέσμιος της καταστατικής του υπόσχεσης στα χρόνια 2012-2015, της υπόσχεσης να αλλάξουν όσο γίνεται λιγότερα, να θιγούν όσο γίνεται λιγότερα από τα «κεκτημένα» πριν από την κρίση –άσχετο αν στάθηκε αδύνατο να μείνει πιστός στην εντολή που έλαβε με βάση την υπόσχεση αυτή. Εξακολουθεί, προπάντων, η άνοδος του στην εξουσία να μοιάζει λιγότερο με δικαίωση των ιδεών μιας κάποιας Αριστεράς, ανανεωτικής ή ριζοσπαστικής, και περισσότερο με ταξίδι στον χρόνο. Σαν να επιστρέψαμε στο 1996 και την εσωκομματική μάχη στο ΠΑΣΟΚ να την κέρδισε ο Ακης αντί του Σημίτη…

Η Νέα Δημοκρατία, πάλι, δυσκολεύεται. Ο μεταρρυθμιστικός της λόγος υπονομεύεται από έναν αμεταρρύθμιστο κομματικό οργανισμό. Και από την αδυναμία της να ενσωματώσει στον λόγο της μια σταγόνα, έστω, αυτοκριτικής για τις ευθύνες της την περίοδο 2004-2009.

Μένει ο υπό ανασυγκρότηση, ανώνυμος, ακέφαλος και προγραμματικά απροσδιόριστος χώρος που άλλοι βαφτίζουν προοδευτικό Κέντρο, άλλοι σοσιαλδημοκρατία και άλλοι, ατυχέστερα, Κεντροαριστερά. Ο χώρος αυτός έχει πολλά κουσούρια, μα έχει και δύο πλεονεκτήματα: μεγαλύτερη ελευθερία αυτοκριτικής (άλλωστε έχει δώσει το παράδειγμα ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου με την αυτοκριτική για τη δεκαετία του ’80 που διατύπωσε το 1993). Και, προπάντων, μεγαλύτερη ελευθερία, μετά την εκλογική του συρρίκνωση, να διαμορφωθεί εξαρχής ως ένας πολιτικός οργανισμός που ενσωματώνει και μετασχηματίζει θετικά την πολιτική και πνευματική εμπειρία της κρίσης. Μένει να αποδειχθεί αν το μπορεί.