Ο θάνατος της Λούλας Αναγνωστάκη υπήρξε η πιο πρόσφατη αφορμή ώστε να αναδυθεί και πάλι το φαινόμενο. Το να συμμετέχουμε δηλαδή στο πένθος για την απώλεια μιας σημαντικής προσωπικότητας με οικειότητα που θα δικαιολογούνταν μόνο σε πρώτου βαθμού συγγενείς. Το know how βέβαια έχει αναπτυχθεί στα social media. Εκεί όπου ο σπαραγμός για τον πεφιλημένο ή την πεφιλημένη μπαίνει, συνήθως, ως λεζάντα σε κάποια φωτογραφία που τραβήχτηκε αντί αυτογράφου και κατέγραψε την τυχαία συνάντηση του εκλιπόντος με τον άγνωστό του χρήστη σε μια ψαροταβέρνα.

Είναι σαν η σπουδαιότητά του να πιστοποιείται από τη στιγμιαία προσωπική σχέση με αυτόν που θρηνεί για τον θάνατό του. Η Αναγνωστάκη βέβαια τους την έφερε. Δεν κυκλοφορούσε, δεν έβγαζε φωτογραφίες και εδώ και κάμποσα χρόνια οι άνθρωποι που είχαν προσωπική σχέση μαζί της μετρούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ωστόσο, ελλείψει φωτογραφιών, πήρε κι έδωσε το «Λούλα» από κάποιους που γκούγκλαραν τα έργα της γιατί «δεν τα θυμούνταν εκείνη τη στιγμή». Ποια Λούλα μωρέ;

Βεβαίως το έργο των μεγάλων καλλιτεχνών και πνευματικών ανθρώπων ανήκει κατά κάποιον τρόπο σε όλους μας. Οχι όμως και οι ίδιοι. Και πολύ περισσότερο ο θάνατός τους. Το να θαυμάζεις έναν μύθο δεν σου δίνει δικαιώματα οικογενειακής σχέσης. Ετσι θυμήθηκα, στον αντίποδα, ένα ανεκδοτολογικό στιγμιότυπο με τη μητέρα του Μάνου Χατζιδάκι. Είχε στο σπίτι του ένα πρωινό ραντεβού με συνεργάτες του, δυσκολευόταν όμως να ξυπνήσει. Η μητέρα του είχε αναλάβει τον ρόλο του «ξυπνητηριού» και μπαινόβγαινε στην κρεβατοκάμαρά του. Ωσπου, κάποια στιγμή, βγήκε εμφανώς λέγοντας το αμίμητο: «Προσπαθώ να τον ξυπνήσω και με βρίζει. Εμένα, τη μάνα του Χατζιδάκι, που τα τραγούδια του τραγουδάει όλη η Ελλάδα».