Θεωρητικά, ζούμε σε μια δημοκρατική κοινωνία όπου η ελευθερία του λόγου είναι θεμελιώδης αρχή. Και αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα, σύμφωνα με τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, όπως διατυπώθηκε στη Γαλλική Επανάσταση το 1789 και από τον ΟΗΕ το 1948. Με απλά λόγια, όλοι δικαιούμαστε να εκφέρουμε τη γνώμη μας όταν αυτή δεν προσβάλλει, δυσφημεί, αναπαράγει μίσος, παραβιάζει την ιδιωτικότητα του άλλου και σε κάποιες ακόμη περιπτώσεις, διότι, ως γνωστόν, ελευθερία σημαίνει έλευση ορίων. Με ακόμη πιο απλά δε, με τους ιεροεξεταστές έχουμε, ευτυχώς, ξεμπερδέψει εδώ και κάμποσους αιώνες. Θεωρητικά. Αντε να δούμε όμως τι γίνεται στην πράξη, την εποχή που η πρόσβαση στον δημόσιο λόγο είναι εφικτή και πανεύκολη, με ένα απαλό άγγιγμα σε μια οθόνη που χωράει στην παλάμη μας. Θεωρητικά, αυτό ξεχειλώνει ακόμη περισσότερο τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης που υποτίθεται ότι ευδοκιμεί στα εδάφη όπου φυτρώνουν πολλές και διαφορετικές απόψεις. Θεωρητικά.

Στην πραγματικότητα ένα ιδιότυπο είδος Ιεράς Εξέτασης είναι εδώ και λέγεται κυρίαρχη άποψη. Στην ψηφιακή ή αναλογική πραγματικότητα. Δεν πρόκειται ακριβώς για κοινή γνώμη, αλλά για μία ιδέα που διασπείρεται και, από χρήστη σε χρήστη, αλλοιώνεται, διαστρεβλώνεται, για να κατασταλάξει σε ένα παραμορφωμένο, τις περισσότερες φορές, ιδεολόγημα. Εάν τολμήσεις να πας κόντρα σε αυτό, αλίμονό σου. Η αμείλικτη ηλεκτρονική διαπόμπευση θα είναι η τιμωρία σου. Θα νιώσεις παγιδευμένος σαν Γιόζεφ Κ. του Κάφκα. Μόνο που εδώ το δικαστήριο δεν αντιπροσωπεύει την εξουσία του ισχυρού, αλλά την απελπισία του ανίσχυρου που, διαφωνεί ή συμφωνεί με αυτό που λες, θα υπερασπιστεί μέχρι θανάτου το, κατά τη φαντασία του, δικαίωμά του να μην το λες.