Η ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία αντιτάχτηκε με σφοδρότητα στη νομική κατοχύρωση του δικαιώματος των διεμφυλικών ατόμων να ορίζουν –χωρίς χειρουργική επέμβαση –το φύλο τους. Καμία έκπληξη. Με τον ίδιο, ίσως και μεγαλύτερο, ζήλο η Καθολική Εκκλησία διαχρονικά αντιτίθεται σε ζητήματα όπως οι αμβλώσεις και η χρήση προφυλακτικών.

Εχουν περάσει σχεδόν τρεις αιώνες από τότε που ο Βολταίρος αναφερόμενος στην Εκκλησία προέτρεπε «να τσακίσουμε την άτιμη». Γιατί; Οχι επειδή ήταν ή δεν ήταν άθεος, αλλά γιατί γι’ αυτόν και τον Διαφωτισμό η Εκκλησία ήταν μια από τις δυο αυθεντίες –η άλλη ήταν η Μοναρχία –που εμπόδιζε το αίτημα υπέρ της αυτονομίας του ατόμου. Ακριβώς αυτό το αίτημα γκρέμιζε την εξ αποκαλύψεως αυθεντία της. Από την άλλη όπως είναι μάταιο να ζητάμε από το λιοντάρι να γίνει χορτοφάγο, είναι επίσης μάταιο να ζητάμε από την Εκκλησία να μην υπερασπίζεται τον συντηρητικό εαυτό της.

Ο Νίκος Φίλης που απαιτεί από την Εκκλησία «να αναγνωρίσει το δικαίωμα της ελευθερίας» και οι ακραίες φωνές συγκεκριμένων ιεραρχών περί κόλασης αποδεικνύουν ότι οι δυο πλευρές δεν κατανοούν η μια την άλλη. Για την Εκκλησία η ελευθερία βρίσκεται στην πολιτεία του Θεού. Για τη νεωτερικότητα η ελευθερία είναι του κόσμου τούτου. Η πρώτη θεωρεί τον εαυτό της υπερκοσμική αυθεντία, ενώ η δεύτερη δεν αναγνωρίζει καμία εξωκοσμική αυθεντία. Καμιά πλευρά δεν μπορεί να αλλάξει θέση, αν δεν θέλει να αρνηθεί τον εαυτό της. Η σχέση τους είναι ασυμφιλίωτη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο διάλογος αποκλείεται.

Δεν γίνεται να ζητάμε από την Εκκλησία να είναι άλλο από αυτό που είναι. Το μόνο που μπορούμε να ζητάμε από αυτήν είναι η χρήση ενός μη διχαστικού λόγου. Οφείλουμε όμως να ζητάμε από τη νεωτερικότητα να είναι αυτό που είναι. Δυστυχώς, η ΝΔ με το «Οχι» και η ΔΗΣΥ με το «Παρών» της στο σημαντικότερο άρθρο 3 –εκτός του γενναίου «Ναι σε όλα» του προέδρου της ΔΗΜΑΡ Θανάση Θεοχαρόπουλου –απέδειξαν ότι η εκπροσώπηση της ελληνικής νεωτερικότητας ασθενεί σοβαρά. Από τα προοδευτικά κόμματα Το Ποτάμι με τον Σταύρο Θεοδωράκη διέσωσε κάτι από αυτή τη νεωτερικότητα.

Θλίψη προκαλεί το γεγονός ότι κάποιοι εκ των υποψηφίων για επικεφαλής του νέου κόμματος της Κεντροαριστεράς προσπάθησαν «να δοξαστούν» απουσιάζοντας. Βεβαίως οι Καμίνης και Ραγκούσης αμέσως και ο Ανδρουλάκης με καθυστέρηση υποστήριξαν τα αυτονόητα για προοδευτικούς ανθρώπους. Πάντως η απογοητευτική συζήτηση στη Βουλή και οι ακραίες φωνές στην Εκκλησία δείχνουν ότι ο διάλογος Λόγου και Εκκλησίας στη χώρα μας είναι ακόμη φαντασίωση.

Η ελληνική Εκκλησία είναι αυτονόητο ότι μπορεί να έχει πολιτικές απόψεις. Δεν μπορεί όμως να είναι Κράτος – Κόμμα. Η ελληνική Ιεραρχία ζητά να νομοθετεί η ίδια. Πριν από το βήμα του διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας χρειάζεται να πάψει αυτή να είναι κράτος και πολιτικό κόμμα, στο οποίο πολλές φορές «προσφεύγουν» ορισμένοι για να εκλεγούν. Από εδώ θα έπρεπε να ξεκινά η συζήτηση.

O Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος