Το ανέκδοτο είναι μπαγιάτικο, αλλά το μήνυμά του διαχρονικό. Ο μπαμπάς γάτος κρίνει ότι έφθασε το πλήρωμα του χρόνου για να εκπαιδεύσει σεξουαλικά τον κανακάρη του. Τη νύχτα ανεβαίνουν μαζί στα κεραμίδια. Ο μπαμπάς γάτος ρίχνει όλα τα σαγηνευτικά του μπάσα στο ερωτικό κάλεσμα: «Νιάου, νιάου». Καμία γάτα δεν εμφανίζεται. Ο κανακάρης, πιο αδέξια, μιμείται τον μπαμπά του: «Νιάου, νιάου». Ουδεμία ανταπόκριση. Πιο αποφασιστικά τώρα ο μπαμπάς γάτος: «Νιάου, νιάου». Μία από τα ίδια. Ξανά ο κανακάρης, ξανά ο μπαμπάς γάτος, ξανά ο κανακάρης… Τίποτε, zero,nada. Κατά τα χαράματα, ο κανακάρης λέει στον μπαμπά γάτο: «Μπαμπά, κουράστηκα. Αρκετά πηδήξαμε σήμερα. Αύριο πάλι».

Καθώς παρακολουθώ το χιλιοστό επεισόδιο από τη βραζιλιάνικη σαπουνόπερα για την ανάδειξη ηγεσίας στον ενδιάμεσο πολιτικό χώρο, αυτό το ανέκδοτο έρχεται κι επανέρχεται ενοχλητικά στο μυαλό μου. Ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι, εκείνοι που προτιμούν να φάει η μύγα ατσάλι παρά να λερώσουν τον οπτιμισμό τους με αρνητικές σκέψεις, έχουν αρχίσει να απογοητεύονται. Αλλιώς ανέμεναν την εξέλιξη της ιστορίας. Κατά τεκμήριο, ο χώρος του Κέντρου βρίθει από ορθολογιστές. Δεν λέμε ότι οι άλλοι χώροι βρίθουν από παράφρονες, αλλά, όπως και να το κάνεις, όποια ποιοτική ανάλυση δημοσκόπησης και αν συμβουλευτείς, στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήξεις: ο χώρος του Κέντρου, μαζί με τις δύο φιλόξενες όχθες του, την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά, παρουσιάζουν τα περισσότερα αντισώματα στον λαϊκισμό, στην παροχολογία και την μπουρδολογία. Τι πιο φυσικό, λοιπόν, από πολίτες που τιμούν την ιδιότητα του πολίτη, με μια ανοιχτή και δημοκρατική διαδικασία που θα τιμάει τον εαυτό της, να αναδείξουν τη γυναίκα ή τον άνδρα που θα πάρει το τιμόνι στα χέρια της/του; Τι πήγε τόσο στραβά και γιατί;

Στον αντίποδα, οι μουρτζούφληδες, εκείνοι που ξυπνούν πάντοτε με τη μουρμούρα για ξυπνητήρι, είχαν παρατηρήσει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά ευθύς εξαρχής. Δεν μπορούσαν να καταπιούν εύκολα ότι έπαιρνε μπρος η μηχανή για να βρεθεί ηγέτης πριν συζητήσουν, πόσω μάλλον καταλήξουν σε τι είδους κίνημα θα ηγηθεί. Με το συμπάθιο, είναι σαν να εξασφαλίζεις μπεϊμπισίτερ προτού γκαστρώσεις τη φιλενάδα σου. Οι ίδιοι γκρινιάρηδες δεν άφηναν να περάσει ασχολίαστη η σπουδή κάποιων αρχηγών να θέσουν υποψηφιότητα δίχως ανάλογη σπουδή να διαλύσουν το κόμμα όπου είχαν ήδη την αρχηγία. Προσωπικά μου θύμιζαν έναν παλιό μας συμπαίκτη στην πόκα που, όποτε καθόταν στο τραπέζι, μας δήλωνε ότι δεν είχε λεφτά πάνω του. Εάν έχανε, θα μας χρωστούσε, εάν κέρδιζε, θα έφευγε με τα δικά μας. Ωραίος τύπος. Και φαντάζεστε πόσο περιζήτητος.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να υπονομεύσεις μια διαδικασία. Αναλόγως με το τι φοβάσαι και τι επιθυμείς να εξασφαλίσεις. Εάν φοβάσαι ένα εκλογικό σώμα που δεν ελέγχεις, κινείς γη και ουρανό για να εξασφαλίσεις ότι, όσοι ψηφίσουν, θα ψηφίσουν μονάχα εσένα ή σχεδόν. Επ’ αυτού, δεν χρειάζεσαι τεχνικούς συμβούλους. Ένα διάγγελμα του Μαδούρο σού δείχνει τον σωστό δρόμο. Εάν φοβάσαι ότι με την εξ αποστάσεως ψηφοφορία δεν διασφαλίζονται τα εχέγγυα για να αποφύγεις τη νοθεία, ακόμη και όταν οι ειδήμονες σε διαβεβαιώνουν για το αντίθετο, δίνεις και πάλι την εντύπωση ενός controlfreak, που θα ήθελε όχι μόνο παραδοσιακούς φακέλους, αλλά και, ει δυνατόν, μαρκαρισμένους ή διαφανείς. Σε κάθε περίπτωση, δεν δίνεις το καλό παράδειγμα. Δείχνεις ότι ψάχνεις για προφάσεις. Και τι κάνεις όταν, ήδη υποψήφιος, αηδιάζεις με αυτή τη διαδικασία; Την καταγγέλλεις; Τα βροντάς; Και αν αύριο ξεμπροστιάσουν εσένα ως υπονομευτή; Μπα, άσε καλύτερα. Πού να μπλέκεις; Νιαούριζε ώσπου να ξημερώσει.