Η ιστορία της επένδυσης του Ελληνικού υποχρεώνει να ξανασυζητήσουμε ορισμένα ζητήματα, κυρίως ιδεολογικά, που έχουν όμως πρακτικό αντίκρισμα στις ζωές μας. Ζητήματα που έχουν να κάνουν με την αρχαία ημών κληρονομιά –ό,τι τελοσπάντων διεκδικούμε ως δικό μας ως κάτοικοι του ελληνικού οικοπέδου στο οποίο ευδοκίμησαν πολιτισμοί της κλασικής αρχαιότητας.

Καταρχήν, ας λεχθεί ότι η αρχαιολογία είναι σπουδαία επιστήμη. Στην Ελλάδα έχουν υπάρξει σπουδαίες μορφές που την υπηρέτησαν (από τον Μίνωα Καλοκαιρινό, τον Νικόλαο Πλάτωνα, τον Χρήστο Τσούντα μέχρι τους συγχρόνους μας, τον Θέμελη ή τον Λαμπρινουδάκη), η ανακάλυψη ή η ανάδειξη σημαντικών αρχαιοτήτων οφείλεται σε αυτές. Οπως όμως συμβαίνει συνήθως, πίσω από τους αξιόλογους ανθρώπους συχνά συντάσσονται οι ιδιοτελείς, στο όνομα της τέχνης των επιφανών. Αυτοί, συχνά, συνασπίζονται υπό τον μανδύα του συνδικαλισμού, αναπαράγουν ωραία και αρεστά κλισέ (η αρχαιολογία, στην Ελλάδα, έχει παραγάγει τα καλύτερα, που συνδυάζονται με την εθνική ιδεολογία και στην εθνοπατριωτική εκδοχή τους αποδεικνύουν, δήθεν, την ανωτερότητα των συγχρόνων), πολύ χρήσιμα για να κρυφτούν πίσω απ’ αυτά επαγγελματικά και προσωπικά συμφέροντα. Κάπως έτσι οι αρχαιολόγοι γίνονται κράτος εν κράτει και, από μια συνδικαλιστικού τύπου απόφασή τους, πλειοψηφική ασφαλώς (η κοινοτοπία είναι πάντα πλειοψηφική), μπορεί να εξαρτηθεί και το αναπτυξιακό σχέδιο της χώρας.

Επειδή συμβαίνουν όλα αυτά, ας είμαστε κι ευχαριστημένοι με την απόφαση του ΚΑΣ για το Ελληνικό. Σε περίπτωση που βρεθούν αρχαία, πάντως, αν δεν είναι η χαμένη Ατλαντίδα, οφείλουν να συνεργαστούν με τους αρχιτέκτονες προκειμένου τα έργα να σωθούν, να ενταχθούν στην επένδυση και να αναδειχθούν στο πλαίσιο της επένδυσης. Κάπως έτσι έγινε με το μετρό. Κάπως έτσι, στο παρελθόν, έγινε δυνατός κι ο σχεδιασμός της σύγχρονης Αθήνας, τη δεκαετία του 1830, με βαυαρική πατέντα. Στόχος, να φτιαχτεί μια όμορφη, σύγχρονη δυτική πόλη, όχι να συντηρηθούν παντού ωραία ερείπια.

Το πολεοδομικό σχέδιο οικοδόμησης μιας πόλης απ’ την αρχή είχαν αναλάβει να εκπονήσουν οι νεοκλασικιστές αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Εδουάρδος Σάουμπερτ. Σύμφωνα με τον Κ. Μπίρη («Αι Αθήναι από του 19ου εις τον 20όν αιώνα», Αθήνα 1966), το αρχικό σχέδιο προέβλεπε να απαλλοτριωθεί η μισή παλιά πόλη για να γίνουν ανασκαφές. Το άλλο μισό κομμάτι της θα έμπαινε στο σχέδιο, θα έφτιαχναν νέους δρόμους και κανονικά τετράγωνα. Μερικές αρχαιότητες, υποχρεωτικά θα τις σκέπαζαν.

Το αρχικό σχέδιο, τελικά, άλλαξε. Εγιναν πολλές εκπτώσεις στο πολεοδομικό σχέδιο –όχι για τα αρχαία, αλλά επειδή όσοι είχαν στο μεταξύ αποκτήσει ιδιοκτησίες, με κάθε λογής πιέσεις, και με τη βία, επιθυμούσαν να τις διαφυλάξουν. Μίκρυναν οι δρόμοι, έγιναν παρακάμψεις, καταργήθηκαν τα αρχικά σχεδιασμένα βουλεβάρτα. Το πολεοδομικό χάος που έκτοτε προέκυψε ήταν συγκερασμός συμφερόντων και διεκδικήσεων.

Πολύ συχνά κυριαρχούν στενά προσωπικά συμφέροντα, τα οποία συχνά ενστερνίζεται η πολιτική. Η οικολογία, η αρχαιολατρία, η αισθητική είναι μερικές μόνο μεταμορφώσεις τους. Αν η κυβέρνηση όντως θέλει την επένδυση οφείλει να βρεθεί απέναντι στις δήθεν προοδευτικές μεταμορφώσεις των πολλών ιδιοτελειών που κρύβονται πίσω από την υπεράσπιση δήθεν υψηλών εννοιών.

Οφείλει, δηλαδή, να βρεθεί απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή στον εαυτό της.