Η νέα πληγή –η οποία δεν είναι και εντελώς νέα –που απειλεί την Ευρώπη λέγεται «περιφερειασμός» (regionalism), η τάση δηλαδή περιφερειών να επιδιώκουν μεγαλύτερη αυτονομία ή απόσχιση και ανεξαρτησία από τα εθνικά κράτη στα οποία ανήκουν. Η περίπτωση της Καταλωνίας φώτισε με δραματικό τρόπο το πρόβλημα που υποβόσκει εδώ και καιρό. Εκτός από την Ισπανία, παρόμοια έντονα συμπτώματα έχουμε σε Βρετανία, Ιταλία, Βέλγιο, ακόμη και Γαλλία και σε χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, για να μην αναφερθούμε στα Δυτικά Βαλκάνια και στη δύσκολη ιστορία τους στη συγκρότηση των εθνικών κρατών. Ολες οι περιπτώσεις δεν είναι βεβαίως ίδιες. Ορισμένες έχουν ως κύρια αφετηρία διαφορετικές εθνικές/εθνοτικές ταυτότητες που θέλουν να εκφρασθούν με μεγαλύτερη αυτονομία ή και ανεξαρτησία. Κάποιες άλλες έχουν ως αίτια οικονομικούς λόγους, είτε γιατί οι περιφέρειες αισθάνονται ότι οικονομικά «αδικούνται» και καταδικάζονται σε υπανάπτυξη ή ακριβώς το αντίθετο, ότι είναι οικονομικά ιδιαίτερα αναπτυγμένες, ευημερούσες και αναγκάζονται να επιδοτούν τις υπόλοιπες περιφέρειες της εθνικής ενότητας.

Η περίπτωση της Καταλωνίας ανταποκρίνεται και στις δύο αυτές κατηγορίες, καθώς έχει μια ξεχωριστή πολιτιστική, ιστορική ταυτότητα που αναζητά έκφραση, αλλά ταυτόχρονα είναι και η πλέον ευημερούσα περιοχή της χώρας που στηρίζει την υπόλοιπη Ισπανία. Οθεν το αίτημα για ανεξαρτησία. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ως ομοσπονδίας ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η Σλοβενία, ως η πλέον αναπτυγμένη οντότητα του συστήματος, αισθάνθηκε ότι δεν θα μπορούσε να συνεχίσει τη χρηματοδότηση/επιδότηση των υπόλοιπων ομοσπονδιακών οντοτήτων. Επομένως εδώ έχουμε ένα ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα με ένα εκρηκτικό μείγμα παραγόντων στη βάση του –πολιτιστικών, εθνοτικών, οικονομικών.

Πώς μπορεί όμως να αντιμετωπιστεί; Οπωσδήποτε δεν μπορεί με τη διάλυση των εθνικών κρατών/ενοτήτων, η συγκρότηση των οποίων από τον 19ο αιώνα και μετά υπήρξε μια επίπονη, σ’ ορισμένες περιπτώσεις αιματηρή διαδικασία, αλλά μια διαδικασία νεωτερικότητας. Επομένως, αιτήματα για ανεξαρτησία, πολύ περισσότερο για μονομερή κήρυξη ανεξαρτησίας (UDI), δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε την Ευρώπη στο χάος και πιθανότατα σε νέες εμφύλιες συγκρούσεις. Και επιπλέον θα κατέστρεφε και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ως εκ τούτου η τελευταία ορθώς δεν ενθαρρύνει τέτοιες κινήσεις (το απαγορεύει άλλωστε η Συνθήκη), αν και αναγνωρίζει τον ρόλο των περιφερειών με τη θεσμική τους έκφραση στην Επιτροπή Περιφερειών.

Η απάντηση-λύση στο πρόβλημα των περιφερειών που θα συνδυάζει αφενός τη διατήρηση των εθνικών κρατών/ενοτήτων και αφετέρου θα αναγνωρίζει τα θεμιτά αιτήματα για υψηλότερο βαθμό έκφρασης και ελευθερίας (των περιφερειών) βρίσκεται στην ομοσπονδία στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η ομοσπονδία συνδυάζει τον υψηλότερο δυνατό βαθμό αυτονομίας για μια περιφερειακή οντότητα/συνιστώσα, με τη διατήρηση όμως της ενότητας του εθνικού κράτους. Η Ισπανία είναι χώρα με υψηλή περιφερειακή αυτονομία. Αλλά δεν είναι ομοσπονδία και προς τα εκεί θα πρέπει να κατευθυνθεί με μια στρατηγική πολιτικού διαλόγου.

Οσο συντομότερα λυθούν με θεσμικό – δημοκρατικό τρόπο τα προβλήματα που θέτει ο «περιφερειασμός» τόσο το καλύτερο. Γιατί όσο παραμένουν άλυτα εκτρέφουν, μεταξύ άλλων, και τοξικές απομιμήσεις…