Ενώ οι επ’ εσχάτων περιστασιακές αναφορές (και γενικότερα τα διακομματικά καβγαδάκια) περί αριστείας επλεόνασαν, οι δείκτες της μεν πολιτικής αυτογνωσίας εμφανίζονται προφανώς ελλειμματικοί, της δε αναγκαίας ευαισθησίας έως και τραγικοί. Oπως σε κρίσιμα ζητήματα που σχετίζονται τελικά με τον βαθμό της ίδιας της πολιτικής αριστείας και όχι απλώς της παιδευτικής, για την οποία και υπήρξαν οι παροδικοί διαξιφισμοί και οι ακατάσχετες ευχερολογίες.

Ο Αριστοτέλης λοιπόν προβάλλει το ήθος ως βασικό πυλώνα της πολιτικής. Αλλά το ήθος (ως απότοκο, κατά τον ίδιο, του έθους) δεν είναι αφηρημένη έννοια και αόριστος δείκτης. Αφορά πρωταρχικά «το ποιόν» του ίδιου του πολιτικού. Οπόταν σε τελική ανάλυση, συνάπτεται προς την ειδοποιό ταυτότητα των δράσεών του. Εργω και λόγω. Κι αυτό σημαίνει την ουσία (και τη διαδικασία) της πολιτικής ως άσκηση και ως περιεκτική της αντίληψη.

Κατ’ ακρίβειαν: Η πολιτική δεν ανέχεται έστω και την ελάχιστη ατοπία. Και όταν αυτό συμβαίνει (στα καθ’ ημάς είναι δυστυχώς κοινός τόπος) όχι απλώς την υποβαθμίζει, αλλά και την εκμαυλίζει! Την απομειώνει στη συνείδηση του πολίτη. Και τελικά υπονομεύει τον ίδιο. Καθώς: «Το της πόλεως όλης ήθος –κατά Ισοκράτη –ομοιούται τοις άρχουσι». Και είναι αυτονόητο και το πώς και το γιατί. Οπόταν κι αυτό προσδιορίζει άμεσα την τεράστια ευθύνη των πολιτικών «ελίτ» σε όλο τους το εύρος ως προς την άσκηση της πολιτικής και την προσωπική εμπλοκή σ’ αυτήν. Είτε με υποβόσκουσες (έως και ακαταλόγιστες) ενοχές. Είτε με αυτοδήλως ενοχοποιούμενες ανοχές. Που προσδίδουν χαρακτηριστικά παρακμιακών ολισθήσεων και στο πολιτικό σύστημα και στις πρακτικές που αυτό προάγει και τις υποθέσεις που υπηρετεί. Κάτι που οι Ελληνες έχουν αδυσωπήτως (κι επωδύνως) βιώσει «μέχρι το κόκαλο».

Οπου λοιπόν αίφνης επανακάμπτει, μέσα από συγκεκριμένες παθογένειες, το ψευδοδίλημμα εάν το νόμιμο είναι και ηθικό. Ψευδοδίλημμα, γιατί: Το ηθικό έχει διαχρονική επάρκεια κι ενάργεια. Ενώ το νόμιμο μπορεί να βολεύει και να ξεβολεύει, να μεταλλάσσεται και να μεταλλάσσει αυτούς που το διαχειρίζονται με όρους νομοποιητικής σοφιστείας.

Για παράδειγμα: Εκείνο το υπουργικό «εγώ με το δικό μου πορτοφόλι και όχι του Δημοσίου τα έπαιξα» είναι μεν συμβατό με τη νομιμότητα. Πάσχει όμως ως προς την κοσμιότητα. Ενώ αισθητικά προσεγγίζει τη βαναυσότητα. Καθώς: Στην πολιτική που δεν έχει ακόμη πλήρως απαξιωθεί, το «εγώ με τον παρά μου» δεν συμβιώνει έστω και με ιζήματα της αιτούμενης παρά πολιτικών αρετής. Και η μεν αρετή κατ’ έννοιαν και αξίαν δεν πρόκειται να φθαρεί. Ενώ η απαξίωσή της ανακλάται στους αυτουργούς της κακοπραξίας.

Η διατύπωση τέτοιων συλλογισμών και η προβολή των αναπαραγόμενων προβληματισμών δεν αποτελούν θεωρητικολογίες. Συνιστούν σημάνσεις «ιδίων κακών». Ως ανηκέστως κακοήθης νεοπλασία, που προέκυψε ακριβώς μέσα από τις παντελώς ασύμβατες προς την κοινή λογική πολιτικές συμπεριφορές και πρακτικές. Με την έννοια της απουσίας μέτρου και ως προς τον πολιτικό λόγο και ως προς το πρακτικό του αποτύπωμα. Και τεκμαρτοί δείκτες αυτής της παθογένειας αποτελούν τα κραυγαλέα σεσηπότα του συστήματος. Πέραν όμως αυτών, και ως συναπόρροιά τους: Το μεν πολιτικό σύστημα υπέστη ακατάσχετη διάβρωση. Ο δε πολιτικός λόγος έχει ομοίως χάσει και τον ειρμό και την εσωτερική του δεινότητα και την ουσιαστική του πληρότητα. Με αποτέλεσμα τα έως και καταθλιπτικά φαινόμενα της αβάσταχτης μετριοκρατίας που επικυριαρχεί. Και που οδηγεί σε αδυσώπητα φαινόμενα εκπεσμού.