Ρώτησα έναν συμπατριώτη που ζει χρόνια στη Γερμανία, ενώ πηγαίναμε από το Ααχεν στην Κολωνία, ποια η διαφορά μεταξύ ενός Ελληνα κι ενός Γερμανού.

Μου απάντησε ότι αν βγει ένας γερμανός υπουργός, ή ένας κρατικός υπάλληλος και ζητήσει ή απαγορεύσει κάτι, τότε κάθε Γερμανός θα υπακούσει, ενώ αν βγει ένας έλληνας κρατικός αξιωματούχος και ζητήσει κάτι αντίστοιχο, ο έλληνας πολίτης θα πει, ακούγοντάς τον:

– Ελα, μωρέ, τον μαλάκα.

Και θα πάει, πιθανώς, να βουτήξει ηδονικά στο μαζούτ του Σαρωνικού και μάλιστα χωρίς σκάφανδρο Καλύμνου. Ο ρυπαρός ρυπαρωθήτω έτι. Διότι αυτός ξέρει καλύτερα απ’ τους ειδικούς και τους επιστήμονες, αυτός ξέρει τα πάντα εκ γενετής, είναι ανώτερος κι ευφυέστερος όλων –ιδίως αν διάβασε και τρεις σελίδες Μαρξ, νοούμενο ως Γκρούτσο Μαρξ. Η εξουσία τον ενοχλεί, οι πετυχημένοι τον ενοχλούν, η τεχνολογία τον ενοχλεί, οι σπουδαγμένοι έξω τον ενοχλούν και είναι φλώροι, ενώ αυτός έχει «κοινωνική μόρφωση», άρα κατέχει τα πάντα από πείρα και εκ Θεού. Μπορεί να συμβουλέψει μέχρι και αεροναυπηγό που φτιάχνει Στελθ. Και το μεγαλύτερο πρόβλημα με αυτόν είναι ότι ενώ θα μπορούσε να κυβερνήσει επιτυχώς τη χώρα, ως πρωθυπουργός, δυστυχώς είναι αναγκασμένος να ασχολείται όλη μέρα με το μπακάλικο.

Αυτή, λοιπόν, η φράση «δεν πήρε πτυχίο, αλλά έχει κοινωνική μόρφωση» προσέφερε πολλά στο δράμα που ζούμε, και βέβαια το νόημά της κυριαρχεί στο υψιπετές Διαδίκτυο. Κι όχι ότι δεν έρπει εντός της κάποια αλήθεια, διότι όντως, απ’ την άλλη, απολαμβάνουμε μια κυβέρνηση που δεν έχει καθόλου μαριναριστεί προηγουμένως μέσα στην πραγματικότητα, αποτελείται κυρίως από τέκνα του σωλήνα, εκτός εργασίας, εκτός κοινωνίας και πιάτσας, ή εντός δημοσίου, που αποφασίζουν με βάση τις τετελεσμένες ιδέες που είχαν το ’70. Ισως και να πιστεύουν ότι ο χορός της μόδας είναι ακόμα η γιάνκα και ο Λομπσάν Ραμπά.

Ετσι, λοιπόν. Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω, να με σκεπάσει το μαζούτ, όπως λέει και το άσμα. Δεν ακούει κανείς τίποτα, δεν διδάσκεται κανείς τίποτε –ίσως γιατί το θεωρούμε υποτιμητικό. Γι’ αυτό εξάλλου, και παρά τα καθημερινά, φριχτά ατυχήματα στον δρόμο, την προβολή τους στην τηλεόραση και τις προειδοποιήσεις, ο εμφύλιος των τροχαίων συνεχίζεται με φανατισμό χειρότερο εκείνον του δεύτερου γύρου 1946-49, με περίπου 2.500 νεκρούς Ελληνες τον χρόνο και τριπλάσιους ανάπηρους. Αρα το σύνθημα «το όπλο παρά πόδα» ισχύει κι έχει εξελιχθεί σε «τον πόδα στο γκάζι», κατάσταση που καταλήγει σε κανονικό οδικό σπαραγμό, και χωρίς την προοπτική κάποιου είδους Βάρκιζας μεταξύ των αντίπαλων οδηγών.

Αν πάμε έτσι, και με την υπογεννητικότητα που μας δέρνει, δεν χρειαζόμαστε εχθρούς –θα τα καταφέρουμε να αλληλοεξοντωθούμε μόνοι μας. Εχουμε αυτάρκεια αλληλοσφαγής. Ο λαϊκισμός και η χύμα κατάσταση, το ζην χωρίς κανόνες σε μια χαώδη σχετικότητα των πάντων δεν είναι μόνο κυβερνητικό ηθικό πλεονέκτημα, αλλά βαθύτερο κεκτημένο ευρύτατων στρωμάτων του λαού: αν γλιτώσεις απ’ την ιλαρά, πας από τροχαίο, αν όχι από τροχαίο, πας από πνιγμό, αν όχι από πνιγμό, πας από μαζούτ και μάλιστα ως εθελοντής ελεύθερης κατάδυσης. Αν όχι από ανεργία, πας από κόψιμο της σύνταξης, αν όχι από εσωτερική λοίμωξη στο νοσοκομείο, πας από έλλειψη μιας γάζας –στη Γάζα του Λιβάνου και σε φάση συγκρούσεων θα ήσουν ασφαλέστερος.

Οι καρκινοπαθείς αναγκάζονται να πάνε για εξετάσεις στη Βουλγαρία και στην Τουρκία. Ε, θα έλεγε ο υπουργός, εντάξει, παίρνουν και τον αέρα τους με το ταξιδάκι. Καλά που δεν έχουμε τυφώνες, μεγάλους σεισμούς και τσουνάμια, αλλιώς θα είχαμε μείνει ήδη το ένα τρίτο καταρρίπτοντας το ρεκόρ της Τουρκοκρατίας –καθόσον είναι και το κράτος που θα βοηθούσε επαρκώς με την ανικανότητά του.

Και ταυτόχρονα, μέσα στην κρίση, στα κοινωνικά παντοπωλεία και στην πείνα, είμαστε οι πιο παχύσαρκοι της Ευρώπης –βάσει έρευνας μέσα σε τριάμισι χρόνια πεθαίνουν περισσότεροι Ελληνες απ’ το πολύ φαΐ, απ’ όσους έσβησαν στη γερμανική κατοχή λόγω πείνας σε ίδιο χρονικό διάστημα. Πολύ φαΐ, λέμε –αν δεν πας από πέσιμο, πας από ρέψιμο, για να μην αναφερθεί η άλλη εκδοχή. Είμαστε ένας λαός σε πλήρη παράκρουση;

Ισως, θα έλεγες, ένας λαός με συλλογικό αυτοκτονικό ιδεασμό, ροπή προς το τέλος, ερασιθάνατος. Και μια κομματική πρωτοπορία με αντίστοιχα προσόντα και με κάτι βαθύτερα νοσηρό, κομμουνισμένο, υπαρξιακά παρακμιακό – πιθανώς η καβαφική επιθυμία της έλευσης των βαρβάρων, που θα ήταν μια κάποια λύσις; Εδώ δεν πρόκειται για πολιτική, εδώ φαίνεται να εξαφανίζεται ακόμα και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Για λίμπιντο δεν μιλάμε –πού τη θυμήθηκες αυτήν τώρα;

Και ποιος θα μας δώσει ένα νέο όραμα, μια νέα έγερση; Ισως ο άγαν διαβόητος κ. Καμμένος, που έχει πάντα μεγάλες εθνικές ιδέες –απορίας άξιο είναι πώς δεν ζήτησε ακόμα να δοθεί το μαζεμένο μαζούτ απ’ τον Σαρωνικό στον στρατό, για να πετρελαιώνουν μ’ αυτό τα κρεβάτια οι νεοσύλλεκτοι. Τα στραβάδια.

Μετά το καζίνο, ως υπουργός Αμυνας, ίσως φτιάξει δίπλα στο Ρούπελ και μια νέα γραμμή αμύνης, σε στυλ Μαζινό, τη γραμμή Καζινό –καθώς έλεγε κάποτε ο Ιεροκλής.

Χαϊβάν παζάρ, σιχτίρ ντουνιάς. Πομπώδεις τυχοδιώκτες διέπουν τα της πατρίδος. Σταλινοζόμπι ρουμανίζοντες υποδύονται τους ουμανιστές Αϊ-Βασίληδες. Μαϊμού ακροδεξιοί ψηφίζουν υπέρ της Τουρκικής Ενωσης Ξάνθης. Αν πρότεινε κάτι αντίστοιχο Τούρκος στην Τουρκία, θα είχε τάχιστα την τύχη του Αθανασίου Διάκου.

Καλά που υπάρχουν και οι Ελληνες του εξωτερικού. Ως εφεδρεία. Αλλά εδώ χρειαζόμαστε, πράγματι, ένα καινούργιο όραμα. Ποιος θα μας το δώσει, με τόσο ψευδο-κορέκτ και νοβοπάν που κυριαρχεί σχεδόν παντού; Ισως κανείς. Ισως ο κ. Μητσοτάκης, ίσως ο νέος αρχηγός του Κέντρου. Ας ελπίσουμε. Κι ας ζήσουμε, ώς τότε, μ’ αυτά και μ’ αυτά. Ας παρηγορηθούμε εν τω μεταξύ με μια βουτιά στον Σαρωνικό, και χωρίς σκάφανδρο.