Δεν πάνε πολλά χρόνια, οι Βάσκοι στην Ισπανία, οι Κορσικανοί και οι Βρετόνοι στη Γαλλία, οι προτεστάντες του IRA στη Βόρεια Ιρλανδία διεκδικούσαν με τα όπλα την «εθνική ανεξαρτησία» τους. Ευτυχώς, τα πράγματα άλλαξαν προς το καλύτερο: Σκωτσέζοι και καταλανοί «εθνικιστές» προσπαθούν να πετύχουν τον ίδιο στόχο με δημοκρατικά μέσα. Στην περίπτωση της Σκωτίας, με το δημοψήφισμα του 2014 αποδείχθηκε ότι οι δυνάμεις που ήθελαν απόσχιση από το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ήταν πλειοψηφικές, τώρα οι αντίστοιχες δυνάμεις θέλουν να δοκιμάσουν την τύχη τους στη Καταλωνία. Είναι απίθανο να κερδίσουν: το 2014, στο τελευταίο από τα κατά καιρούς άτυπα δημοψηφίσματα που έγιναν, υπήρξε θριαμβευτικό ποσοστό 80% υπέρ της ανεξαρτησίας, αλλά η προσέλευση ήταν πολύ μικρή, 40% περίπου –οπότε το 80% γίνεται 32% του εκλογικού σώματος.

Τις παραγόμενες εκ του «έθνους» λέξεις τις έχω σε εισαγωγικά γιατί θα είναι αδιέξοδη συζήτηση το αν οι κάτοικοι της Καταλωνίας αποτελούν «έθνος» ή έστω «εθνότητα». Υπάρχει λατινογενής «καταλανική γλώσσα» αλλά θεωρείται διάλεκτος της οξιτανικής, διαλέκτου του γαλλικού Νότου –και τα «καταλανικά» μιλιούνται επίσης στη γειτονική Βαλένθια, στις Βαλεαρίδες, στα Πυρηναία και στη γειτονική Γαλλία. Μόνο που στη Βαλένθια τα ονομάζουν «βαλενθιανά» –και γενικώς οι εκτός Καταλωνίας «καταλανόφωνοι» θεωρούν ότι η «εθνική» διάσταση που δίνουν στην υπόθεσή τους οι αποσχιστικοί της Βαρκελώνης αποτελεί επεκτατική πολιτική εναντίον τους.

Με βάση αυτά, νομίζω πως πίσω από τα συνθήματα για «ανεξαρτησία» και «αυτοδιάθεση» δεν πρέπει να δούμε τον «πόθο του καταλανικού λαού για ανεξαρτησία από την καταπίεση των Ισπανών», αλλά απόπειρα μέρους της τοπικής καταλανικής πολιτική ελίτ να αποκτήσει κρατική εξουσία: να φορολογεί, να έχει μυστικές υπηρεσίες και στρατό, σημαία και παρελάσεις, να στέλνει επιτρόπους στις Βρυξέλλες και πρεσβευτές εδώ και εκεί, να εκπροσωπείται σε διεθνείς οργανισμούς. Θέλουν να προκόψουν οι πολιτικοί, να δημιουργήσουν νέες και καλύτερες θέσεις εργασίας για τους ίδιους και τους γόνους τους. Το ίδιο και στη Σκωτία. Και δεν είναι τυχαίο που και στις δύο περιπτώσεις το αίτημα για ανεξαρτησία συνοδεύεται από όρκους αγάπης προς την Ενωση: για να πεισθούν οι ψηφοφόροι πως δεν θα είναι το νέο κράτος μοναχική καλαμιά στον πλανήτη.

Και έτσι, ενώ έχουν αρχίσει πια συζητήσεις για ενιαία «ευρωπαϊκή κυριαρχία», κάποιες τοπικές ελίτ προσπαθούν να αποκτήσουν πλήρη κυριαρχία, παραμερίζοντας τις κεντρικές εθνικές ελίτ. Με την ελπίδα μάλλον ότι αν δεν πετύχουν τον μείζονα στόχο της ανεξαρτησίας, θα υποχρεώσουν το κέντρο να τους παραχωρήσει μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας. Ας μη μας συγκινούν λοιπόν τα μεγάλα συνθήματα για «αυτοδιάθεση» και «εθνική κυριαρχία» σαν αγώνας «καταπιεσμένων» ενάντια σε «καταπιεστές». Ισως αυτό να ισχύει και για άλλα πολλά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της εποχής μας.