«Αν όλα όσα υπάρχουν έχουν μια θέση, η θέση επίσης θα έχει μια θέση και ούτω καθεξής» λέει το παράδοξο του Ζήνωνα. Από τα χρόνια της νιότης μου είχα την πεποίθηση ότι αυτό το παράδοξο ταιριάζει καλύτερα στη λογοτεχνία και στους συγγραφείς, παρά στη φυσική. Σας γράφω αυτές τις λέξεις από ένα κελί. Βάλτε τη φράση «Σας γράφω αυτές τις λέξεις από ένα κελί» σε όποια ιστορία θέλετε και θα βρείτε μπροστά σας μια ζωτική ένταση, μια φοβερή φωνή που σας μιλάει από έναν κόσμο σκοτεινό και μυστηριώδη, έναν ηρωικό τόνο αντίστασης και ένα κάλεσμα σε συμπαράσταση. Είναι μια φράση επικίνδυνη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξερευνήσει τα συναισθήματα των αναγνωστών.

Αλλά περιμένετε! Περιμένετε και ακούστε αυτά που έχω να σας πω πριν χτυπήσετε τα τύμπανα του ελέους. Ναι, είμαι κρατούμενος σε μια φυλακή υψηλής ασφαλείας στο μέσο του πουθενά. Ναι, κρατούμαι σε ένα κελί όπου η βαριά σιδερένια πόρτα κάνει έναν κολασμένο θόρυβο όταν ανοίγει και όταν κλείνει. Ναι, μου δίνουν το φαγητό μέσα από μια τρύπα στο μέσο της πόρτας. Ναι, ακόμη και ο μικρός διάδρομος όπου κάνω μερικά βήματα την ημέρα καλύπτεται από ατσάλινα κάγκελα.

Ολα αυτά είναι αληθινά. Αλλά δεν είναι αυτή όλη η αλήθεια. Τις όμορφες ημέρες του καλοκαιριού, όταν οι ακτίνες του ήλιου διαπερνούν το παράθυρο, ακούω τα χαρούμενα τραγούδια των πουλιών που κελαηδούν, αλλά και τον παράξενο ήχο που βγάζουν τα πλαστικά μπουκάλια του νερού όταν τα τσαλακώνουν οι κρατούμενοι. Ζω με την αίσθηση ότι βρίσκομαι ακόμη σε εκείνο το σπίτι με τον μεγάλο κήπο όπου περνούσα τα παιδικά μου χρόνια ή, για έναν παράξενο λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω, σε κάποιο από εκείνα τα ξενοδοχεία μιας ζωντανής γειτονιάς, όπως στην ταινία «Γλυκιά Ιρμα».

Οταν ξυπνώ με τη φθινοπωρινή βροχή να χτυπάει στο παράθυρο, αρχίζω την ημέρα μου στις όχθες του Δούναβη, σε ένα ξενοδοχείο με δάδες που καίνε όλη τη νύχτα. Οταν ξυπνώ με το μουρμουρητό του χιονιού να χτυπάει στο τζάμι, αρχίζω την ημέρα μου σε εκείνη την ντάτσα με τα τεράστια παράθυρα όπου είχε βρει καταφύγιο ο δόκτωρ Ζιβάγκο. Εως σήμερα δεν έχω ξυπνήσει ποτέ στη φυλακή. Ούτε μία φορά. Τη νύχτα, τι ευτυχία, ταξιδεύω στον κόσμο. Κάνω περιπάτους από το ένα νησί στο άλλο της Ταϊλάνδης, από το ένα ξενοδοχείο στο άλλο του Λονδίνου, στους δρόμους του Αμστερνταμ, στους μυστικούς λαβύρινθους του Παρισιού, δειπνώ στα παραθαλάσσια εστιατόρια της Κωνσταντινούπολης, κάθομαι στα κρυμμένα παρκάκια ανάμεσα στους δρόμους της Νέας Υόρκης.

Μιλάω όλη μέρα με κόσμο που κανένας δεν έχει δει και κανένας δεν γνωρίζει, με κόσμο που δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει παρά μόνο την ημέρα που θα τους ανακαλύψω γράφοντας. Ακούω τις συζητήσεις τους. Ζω τους έρωτές τους, τις περιπέτειές τους. Γελάω καμιά φορά γιατί ακούω αυτές τις συζητήσεις που κάποιες φορές είναι πραγματικά διασκεδαστικές. Δεν θέλω να τις μεταφέρω στο χαρτί εδώ στη φυλακή. Γι’ αυτό τα τυπώνω όλα αυτά με το μαύρο μελάνι της μνήμης μου και των μυστικών τόπων του πνεύματός μου.

Κι έπειτα, έχω φίλους παντού στον κόσμο που με βοηθούν να ταξιδέψω, μολονότι οι περισσότεροι από αυτούς μού είναι άγνωστοι. Κάθε μάτι που διαβάζει αυτά που γράφω, κάθε φωνή που επαναλαμβάνει το όνομά μου, μου κρατά το χέρι και με συνοδεύει στο πέταγμά μου με ένα μικρό σύννεφο πάνω από πεδιάδες, πηγές, δάση, θάλασσες και πόλεις με τους δρόμους τους. Διατρέχω ολόκληρο τον κόσμο από αυτό το μικρό κελί. Οπως θα μπορείτε να μαντέψετε, διαθέτω μια θεϊκή αλαζονεία. Δεν την αποκαλύπτω πάντα. Αλλά είναι τόσο οικεία στους συγγραφείς από τους αιώνες των αιώνων.

Σας γράφω αυτές τις λέξεις από ένα κελί. Αλλά δεν είμαι στη φυλακή. Είμαι συγγραφέας. Αν όλα όσα υπάρχουν έχουν μια θέση, η θέση επίσης θα έχει μια θέση και ούτω καθεξής. Μπορείτε να με φυλακίσετε, αλλά δεν μπορείτε να με κρατήσετε στη φυλακή. Γιατί, όπως όλοι οι συγγραφείς, έχω μαγικές ικανότητες. Μπορώ να περάσω μέσα από τους τοίχους με ευκολία. Είμαι ο άνθρωπος που περνάει μέσα από τους τοίχους.

Βιβλία του 67χρονου Αχμέτ Αλτάν κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη («Του έρωτα και της αμαρτίας», 2000, μτφ. Σούλα Μπόζη) και Ψυχογιός («Το τελευταίο παιχνίδι», 2014 και «Ατέλειωτη νύχτα», 2015 μτφ. Θάνος Ζαράγκαλης)