Σε μία από τις διαλέξεις που έδωσε τον Οκτώβριο του 1967 στο Χάρβαρντ, ο Μπόρχες αναζητούσε έναν ορισμό για την ποίηση. Υστερα από διάφορες απόπειρες κατέληξε σε ένα παράθεμα από τις «Εξομολογήσεις» του Αγίου Αυγουστίνου: «Τι είναι ο χρόνος; Αν οι άνθρωποι δεν με ρωτήσουν τι είναι ο χρόνος, ξέρω. Αν με ρωτήσουν, τότε δεν ξέρω». Ετσι ένιωθε και για την ποίηση.

Ισως έτσι να νιώθουν και οι 74 έλληνες και ξένοι ποιητές που συμμετέχουν από χθες στο 3ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Αθηνών με στόχο, όπως λένε οι διοργανωτές, «την επανατοποθέτηση της ποίησης και της τέχνης ευρύτερα στο επίκεντρο της δημόσιας σφαίρας». Μακάρι να το πετύχουν, το ‘χουμε ανάγκη σ’ αυτήν τη χώρα, αυτή την εποχή, αυτόν τον μήνα. «Ρηχά τα καφενεία στον πεζόδρομο. / Λάδι η ησυχία. / Ασφαλής πικρός ο καφές μου / μακράν της φορτικής ζάχαρης / –μια συνήθεια είναι τ’ απαραίτητα την κόβεις. / Ηχος κερμάτων σε τενεκάκι οργανοπαίχτη. / Ο ελεήμων Σεπτέμβρης που ρίχνει φύλλα».

Γιατί διαλέξαμε την Κική Δημουλά από αυτή την παρέα; Αυθαιρέτως. Ή, πάλι, επειδή κρύβει μέσα της έναν Ντοστογέφσκι και έναν Μπέργκμαν, όπως έγραφε πριν από δέκα χρόνια τέτοια εποχή ο Γιάννης Κοντός στη «Λέξη». Η ποίησή της, πρόσθετε, είναι αυτό που γράφει ο Διονύσιος Σολωμός: «Το χάσμα π’ άνοιξε ο σεισμός, ευθύς εγιόμησ’ άνθη». Κι ο Χατζιδάκις ήταν ξετρελαμένος με τα ποιήματά της, του άρεσε ιδιαίτερα ένας στίχος: «Πολύ Κυριακή για έναν άνθρωπο».

Πόσο μακρινές και πόσο αδιάφορες δείχνουν σήμερα οι γκρίνιες μας γι’ αυτά που είχε πει η πολυβραβευμένη ποιήτρια για τους μετανάστες και την Κυψέλη ή για την υποτιθέμενη υποψηφιότητά της με τη Νέα Δημοκρατία… Δεν μένει τίποτε απ’ αυτά μπροστά σε λίγους στίχους: «Ο έρωτας, / όνομα ουσιαστικόν, / πολύ ουσιαστικόν, / ενικού αριθμού, / γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού, / γένους ανυπεράσπιστου. / Πληθυντικός αριθμός / οι ανυπεράσπιστοι έρωτες».

Η Δημουλά αλιεύει τις λέξεις με τη σαγήνη, σημείωνε ο Χριστόφορος Λιοντάκης στο ίδιο αφιέρωμα, και τις παραδίδει στον χρόνο ολοκαίνουργιες και ανοξείδωτες –κτήμα εσαεί. Η ίδια δεν έχει ψευδαισθήσεις για την ποίηση. Η θέση της στην εποχή μας, είχε πει σε μια συνέντευξη, είναι όποια και η θέση ενός ψιλόβροχου σε μια εκτεταμένη και παρατεινόμενη ξηρασία: δροσίζεται και κερδίζει μόνον όποιος βρίσκεται κάτω απ’ αυτό το τοπικό φαινόμενο.

Στο ερώτημα του Μπόρχες για τον χρόνο, πάντως, η Κική Δημουλά έχει δώσει μια απάντηση: «Ξεροβόρι / να τρέμω από το κρύο / δίπλα μου εσύ / ίδιος με επιδείνωση καιρού / να με ρωτάς / αφού κρυώνεις τόσο / γιατί δε φοράς τον εαυτό σου; / Κι εγώ με τέτοιο κρύο / πώς να γδυθώ να σου θυμίσω / ότι σ’ τον είχα δώσει / αλλά κάπου τον έχασες / πώς ν’ απογυμνωθώ να σ’ το θυμίσω / αλλά έτσι πρέπει να δίνεται κανείς / στο ερώτημα τι είναι χρόνος / απογυμνωμένος ανέμελα, άφοβα / ανερυθρίαστα / όπως δίνεται γυμνός ο θάνατός μας / στη φιλήδονη λήθη».