Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, τα χλωρά, τα έζησα στη Σαλαμίνα. Εκεί έμαθα να συλλαβίζω τον κόσμο. Σ’ ένα απόμερο χωριό σχεδόν κρυμμένο από τον κόσμο, το Αμπελάκι, ποιος ξέρει από ποιον πρώτο καλλιεργητή του Βάκχου να πήρε τ’ όνομά του. Ο κεντρικός του δρόμος έβγαζε στη θάλασσα. Εκεί, ανάμεσα στις αρχαίες πέτρες που κράταγαν τις τριήρεις των Αθηναίων στη στεριά, βγάζαμε τα ρούχα και βουτάγαμε στη θάλασσα. Ετσι απαλά γινόταν η καθέλκυση των σωμάτων μας στη γαλάζια του Σαρωνικού αγκαλιά.

Επαιζε καθώς βουτάγαμε το μεγάφωνο της Φλωρεντίας τον Τσιτσάνη, και μια φωνή σειρήνας. «Ελα όπως είσαι» τραγουδούσε σαν να μας καλούσε. «Ελα όπως είσαι». Πολύ αργότερα «Δεν εδεσμεύθηκα. Τελείως αφέθηκα κι επήγα».

Τότε όμως η Φλωρεντία ήταν ένα ταβερνάκι δίπλα, ή μάλλον απάνω, στο κύμα. Είχε μια εξέδρα στο νερό, ένα θαλάσσιο περίπτερο με τραπέζια και γύρω γύρω γιρλάντες με φωτάκια όλων των χρωμάτων που το πολλαπλάσιό τους καθρεφτιζόταν τσαλακωμένο στη ρυτιδιασμένη θάλασσα.

Χρόνια μετά όταν διάβασα στις «Μέρες» του Σεφέρη ότι πήγαν με την παρέα του στη Φλωρεντία ν’ ακούσουνε την Τακουή (μια τραγουδίστρια περιοδεύουσας ορχήστρας της εποχής) η Φλωρεντία απέκτησε μέσα μου άλλες, μυθικές διαστάσεις. Κι ας ήξερα ότι το όνομά της δεν το πήρε από λατρεία προς την πόλη των Μεδίκων αλλά επειδή ήταν απλά το όνομα της ιδιοκτήτριας, της Κυρα-Φλωρεντίας.

Στην ίδια παραλία βρήκα μια μέρα ανάμεσα στα φύκια (εκεί δεν πλησίαζαν καθόλου τα κορίτσια, φοβόντουσαν τη σκοτεινιά της θάλασσας εγώ την αποζητούσα) βρήκα λοιπόν έναν πόρφυρα. Αυτό το τεράστιο κοχύλι από το οποίο βγάζουν το βαθύ κόκκινο χρώμα, την πορφύρα. Αυτό που «Εχει κι αν έχει η θάλασσα ποιος θα την εξαντλήσει» λαλεί η Κλυταιμνήστρα στον Αγαμέμνονα.

Εγώ όμως αυτό το όστρακο με το άγριο σαν βράχο εξωτερικό του κι από μέσα φίλντισι το πήρα σπίτι, το άφησα στον ήλιο και το φύλαξα για τον χειμώνα να το βάζω στο αφτί μου και να ακούω τη θάλασσα για συντροφιά στις κρύες νύχτες του Γενάρη.

Αυτά όταν πηγαίναμε τα παιδιά μόνα μας. Οταν όμως είχε τα κέφια της η ξαδέρφη μου η Χρυσούλα με τη φίλη της την Καίτη του Καντάρη μάς παίρνανε μαζί τους στη Λιμνιώνα ή ακόμα καλύτερα στα Σελήνια. Εκεί πέραν των άλλων καθόμουνα με τις ώρες μπροστά στη βίλα του Τροποσιάδη που είχε για υπέρθυρο ένα τεράστιο ανάγλυφο με τον Ποσειδώνα σε φυσικό μέγεθος (ποιο είναι το φυσικό μέγεθος ενός Θεού;) να κρατάει μια ασημένια τρίαινα και μέσα ο κήπος χρυσοπράσινα παγόνια με κυανούς λαιμούς και μια ουρά βεντάλια.

Αργότερα όταν η μητέρα μου βάφτισε την κόρη της οικογένειας (ένα κορίτσι το ένα μάτι καστανό, το άλλο καταγάλανο) και πήγαινα όποτε ήθελα δεν μου έκανε και τόσο εντύπωση. Προτιμούσα τη θάλασσα και τα παιχνίδια της.

Τα θυμήθηκα όλα αυτά τώρα που βλέπω να τα τρώει η πίσσα. Σαν να μουτζουρώνουνε όλο μου το παρελθόν. Να το λερώνουν, να το διαγράφουν και να το στιγματίζουν ανεξίτηλα. Ο αρμόδιος (;) υπουργός λέει πως φταίνε τα θαλάσσια ρεύματα, όπως ο άλλος που όταν καιγόταν η μισή Ελλάδα έλεγε πως εμπρηστής είναι ο Στρατηγός Ανεμος. Τελικά κατά τη γνώμη τους είμαστε έρμαια της Φύσης.

Ωραία τότε. Ας παραιτηθούν κι ας αφήσουνε να κυβερνήσει η Φύση.

Να δεις πώς θα σηκωθεί να μας καταπιεί όλους, ζώντες και νεκρούς, πώς θα σηκώσει πεζοδρόμια, μέγαρα και παράγκες, γέφυρες, τρένα, αεροδρόμια κι ουρανοξύστες κι όπου δεν βρίσκεται νερό όλο το άλλο θα το δεις να γίνεται τεράστιο ένα παρθένο Δάσος.

Πηγαίνετε λοιπόν στα σπίτια σας κι αφήστε μας στη Φύση. Και μην τρομάζετε. Κι εγώ ένα λογοπαίγνιο κάνω.