Για τους φίλους του ήταν ο Κρις ή ο Μόντι, αναλόγως εάν υιοθετούσαν το υποκοριστικό από το πρώτο ή από το δεύτερο βαπτιστικό του. Για τον Ναπολέοντα Ζέρβα ήταν ο Ευάγγελος Χρήστου –μια ευφάνταστη ελληνοποίηση του Κρίστοφερ που φέρνει καλές ειδήσεις. Τόσο για τους φίλους όσο και για τους εχθρούς του, ο ευειδής ευπατρίδης Κρίστοφερ Μόνταγκιου Γουντχάουζ (1917-2001) ήταν η ενσάρκωση του σύγχρονου βρετανού φιλέλληνα, ό,τι εγγύτερο στο βυρωνικό αρχέτυπο θα μπορούσε κανείς να πετύχει. Με διδακτορικό Ιστορίας από την Οξφόρδη, άψογη γνώση τόσο των αρχαίων όσο και των νέων ελληνικών, έπεσε κυριολεκτικά ουρανοκατέβατος –με αλεξίπτωτο –στην κατεχόμενη πατρίδα μας, τον Σεπτέμβριο του 1942, μαζί με άλλους έντεκα βρετανούς σαμποτέρ και εκατόν πενήντα κιλά εκρηκτικά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν στην Ελλάδα, αλλά σίγουρα εκείνη που θα περνούσε το όνομά του στην Ιστορία. Ως υπαρχηγός αρχικά –υπό τον συνταγματάρχη Εντι Μάγερς –και ως αρχηγός εν συνεχεία της Συμμαχικής Στρατιωτικής Αποστολής, ο ταγματάρχης Γουντχάουζ θα παίξει ρόλο-κλειδί στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, τη μοναδική κοινή επιχείρηση ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, λίγους μόλις μήνες προτού ξεσπάσει μεταξύ τους η σύγκρουση που θα κρατήσει και μετά τη διάλυσή τους, τα επόμενα ατελείωτα επτά χρόνια.

Το ενδιαφέρον του Γουντχάουζ για την Ελλάδα θα διαρκέσει αρκετές δεκαετίες ύστερα από το πέρας της παγκόσμιας αναμέτρησης. Καρποί αυτού του ενδιαφέροντος ήταν μια σειρά από εξαιρετικά, διεισδυτικά βιβλία, υβρίδια πολιτικής ανάλυσης, ιστορικής μελέτης και προσωπικής μαρτυρίας. Κορυφαίο ανάμεσά τους θεωρείται «Το μήλο της Εριδος» (Εξάντας, 1976), δημοσιευμένο στα αγγλικά ήδη από το 1948, ενόσω μαινόταν ακόμη ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος. Οταν το διάβασα προ ετών, κοντοστάθηκα σε μία από τις πιο εύστοχες και διαχρονικά καίριες παρατηρήσεις του Γουντχάουζ, με αφορμή την εκλογική συμπεριφορά των συμπατριωτών μας στις μοιραίες κάλπες του 1946: «Ηταν μια επαλήθευση της γνωστής αρχής, ότι οι περισσότεροι Ελληνες, κρίνοντας σύμφωνα με το συμφέρον τους, ψηφίζουν την πλευρά που ξέρουν ότι θα νικήσει».

Σημειωτέον ότι ο Γουντχάουζ δεν παραγνωρίζει στην ανάλυσή του ούτε τη λευκή τρομοκρατία της εποχής (ως ένοπλη απάντηση, μέχρι ενός βαθμού, στην κόκκινη τρομοκρατία που προηγήθηκε) ούτε την καθοριστική αποχή του ΚΚΕ από τις εκλογές –μας δίνει ωστόσο ένα προφητικό πασπαρτού για να κατανοήσουμε τις μαζικές μετακινήσεις ψηφοφόρων. Ο Νεοέλληνας φροντίζει εγκαίρως να πλασαριστεί στο πλευρό του νικητή, ακόμη και αν για το πλασάρισμά του δεν χρειάζεται πάντοτε να εκδηλώνει κραυγαλέα τα όψιμα πολιτικά του φρονήματα. Ορισμένες φορές, όπως με τη χούντα των συνταγματαρχών, φτάνει και περισσεύει να μην τα εκδηλώνει. Μας το υπενθυμίζει ο Κωστής Κορνέτης στα δικά του εξαίσια «Παιδιά της δικτατορίας» (Πόλις, 2015): «Ενας αξιωματικός της εποχής εκείνης απάντησε στη βεβαιότητα κάποιου ότι η χούντα δεν είχε σε καμία περίπτωση την υποστήριξη του ελληνικού λαού: «Διαφωνώ. Εάν οι Ελληνες μας φτύνανε, θα πνιγόμαστε στο σάλιο τους! Δεν το κάνουν όμως»…». Η παθητικότητα ως ύψιστη πολιτική αρετή. Φύλαγε τα ρούχα σου, ποτέ δεν έκλαψε η μάνα του δειλού –και πάει λέγοντας.

Εξίσου εύστοχη είναι η παρατήρηση του Γουντχάουζ για το θλιβερό πεπρωμένο του Κέντρου στην Ελλάδα εν έτει 1945: «Τόσο η Αριστερά όσο κι η Δεξιά είχαν επεκτείνει την επιρροή τους σε βάρος του Κέντρου που, θεωρητικά, περιλάμβανε την πλειοψηφία της κοινής γνώμης, αλλά στην πράξη συνθλιβόταν ανάμεσα στην επάνω και στην κάτω μυλόπετρα και κινδύνευε να εξαφανισθεί»… Ενα λεπτό, Κρίστοφερ. Αληθεύει ότι το Κέντρο περιλαμβάνει την πλειοψηφία της κοινής γνώμης; Φαίνεται πως ναι –σε φαντασιακό επίπεδο τουλάχιστον. Δεν θα ξεχάσω τη θυμηδία μας στο πλατό, τον Φεβρουάριο του 2014, κατά τα γυρίσματα της «Ανατροπής» του Γιάννη Πρετεντέρη, όταν ακούσαμε ότι σε σχετικό γκάλοπ ακόμη και οι χρυσαυγίτες αυτοπροσδιορίζονταν ως κεντρώοι –κάτι που, ασφαλώς, θα σήκωνε κάγκελο την τρίχα του Αδόλφου. Για κάποιους άγνωστους μεταφυσικούς λόγους, ο Νεοέλληνας αρέσκεται να θεωρεί τον εαυτό του κεντρώο. Εως την ώρα που θα περάσει πίσω από το εκλογικό παραβάν. Τότε πρυτανεύουν πιο άγρια ένστικτα.

Ιστορικά πάντως, όποτε κλήθηκαν οι κεντρώοι να επιλέξουν ανάμεσα στη μυλόπετρα της Δεξιάς και στη μυλόπετρα της Αριστεράς, επέλεξαν συνήθως τη μυλόπετρα της Δεξιάς. Στο ζενίθ του Εμφυλίου Πολέμου, πρωθυπουργός ήταν ο παλαίμαχος Θεμιστοκλής Σοφούλης, εξουσιοδοτημένος από όλες τις κεντρώες δυνάμεις να καταστείλει την κομμουνιστική ανταρσία –κάτι που δεν πρόλαβε να χαρεί, αφού πέθανε δύο μόλις μήνες πριν από τον Γράμμο. Ο ίδιος ο Γεώργιος Παπανδρέου, χώρια από τη σύντομη πρωθυπουργία του κατά τα Δεκεμβριανά, ζήτησε καταφύγιο το 1952 κάτω από τις στοργικές φτερούγες του στρατάρχη Παπάγου. Ουσιαστικά το Κέντρο ταυτιζόταν σχεδόν πάντοτε με την Κεντροδεξιά και μονάχα μετά την έλευση του Ανδρέα Παπανδρέου η έννοια της Κεντροαριστεράς απέκτησε όχι μόνο αληθινή υπόσταση, αλλά και κυβερνητική προοπτική. Ακόμη όμως και ο γιος του Γέρου της Δημοκρατίας –όπως μας αποκαλύπτει ο Σπύρος Δραΐνας στο πόνημά του «Ο Ανδρέας στη φυλακή και στην εξορία» («Η Εφημερίδα των Συντακτών», 2017) –προσφέρθηκε να θυσιάσει το ευκαιριακό σύμφωνο του δικού του ΠΑΚ με το ΠΑΜ του Αντώνη Μπριλλάκη, προκειμένου να εξασφαλίσει μια αντιχουντική δήλωση από κοινού με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αν όχι μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό τον ηγέτη της ΕΡΕ. Ο Καραμανλής απέρριψε και τις δύο προσφορές μετά πολλών επαίνων.

Πρόσφατα, στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης, ο Αλέξης Τσίπρας έστειλε τις θερμότερες ευχές του στην Κεντροαριστερά και της υπενθύμισε το προφανές: οσονούπω θα κληθεί να αποφασίσει εάν θα συμπαραταχθεί μετεκλογικά με τον ΣΥΡΙΖΑ ή με τη Νέα Δημοκρατία. Δεν θα φθάσω στο βλάσφημο σημείο να ισχυριστώ ότι ο Πρωθυπουργός μας έχει διαβάσει Γουντχάουζ, αλλά σίγουρα ενστερνίζεται την πεποίθηση ότι ο Νεοέλληνας, αυτό το επιπόλαιο πλάσμα, σπεύδει πάντα να πλασαριστεί στο πλευρό του νικητή. Από τη στιγμή που σχεδόν όλες οι δημοσκοπήσεις υποδεικνύουν ως επόμενο νικητή τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ανθρώπινο είναι και ο Τσίπρας να θέλει να αποσοβήσει το απευκταίο. Ανασύρω όμως από τη μνήμη μου πως, όταν ήμουν ακόμη βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης μάς μιλούσε για την Κεντροαριστερά, λες και μας μιλούσε για τον Αντίχριστο. Ελάτε τώρα. Είμαι κι εγώ υπερβολικός. Ισα κι όμοια είναι λίγο κόρτε με τον Αντίχριστο μπροστά στην απώλεια της εξουσίας;