Οτι όντως η Ευρώπη (και ως θεσμικό μόρφωμα και ως όραμα) βρίσκεται σε φάση επανεκτιμήσεως των προοπτικών της είναι προφανές. Οχι μόνο με την απομοίωσή της λόγω Brexit, αλλά και γιατί προκύπτουν μείζονες αναγκαιότητες προσδιορισμού των ορίων ουσιαστικής της ενοποιήσεως (και πολιτικής ομογενοποιήσεως) ή όχι. Αυτό είναι το ζητούμενο. Που προβάλλει ως καθαυτό ιστορικό δίλημμα. Και που θα επιτείνεται, απαιτώντας θεσμικές αποφάσεις. Πέραν όσων τόσο έντονα διετυπώθησαν με τη νευρώδη ομιλία Μακρόν από το βήμα της Πνύκας.

Ο,τι βεβαίως και να συμβεί, τελικά: Σ’ αυτή την κυοφορούμενη προοπτική θα έχει ασφαλώς και η Ελλάδα μερίδιο. Με σαφές δούναι. Και προσδοκώμενο λαβείν. Το πρώτο με την έννοια της συμβολής της στις επέκεινα ευρωπαϊκές διαμορφώσεις, από τις οποίες δεν μπορεί ν’ απέχει. Και το δεύτερο με τον αυτονόητο μερισμό εκείνου που θα προκύψει. Με βάση βεβαίως αυτή την έως και απλουστευτική προσέγγιση και την διαλεκτική που διέπει το εν εξελίξει γίγνεσθαι, είναι κατά την ίδια λογική δεδομένο πως: Και η ελληνική συνδρομή στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού μέλλοντος (με πρόσημο την ενοποιητική ολοκλήρωση της ΕΕ) και τα προσδοκώμενα οφέλη συναρτώνται προς την ίδια την εθνική δυναμική. Οπως αυτή αναδύεται από τις πραγματικότητες που είτε αποδομούν είτε ανατάσσουν δυνατότητες. Η κοινή λογική. Ως δείκτης του δέον γενέσθαι. Αλλά και του τί μπορεί να χαθεί, εάν δεν υπάρξουν δυνατότητες διασφαλίσεως επαρκούς εμπλοκής σε ό,τι τείνει (μη αναστρεψίμως) να διαμορφωθεί.

Κι αυτή ακριβώς η διαλεκτική αποβαίνει προσδιοριστικός παράγοντας όσων επιβάλλονται άμεσα και όσων προσδοκώνται μετά. Κάτι που αποτελεί (ή τουλάχιστον πρέπει ν’ αποτελεί) αιχμή στρατηγικής και ιεραρχήσεως προτεραιοτήτων για το ημέτερο πολιτικό σύστημα. Σε όλο του το φάσμα. Ή τουλάχιστον εκείνων των μερών του που ομνύουν στην ευρωπαϊκή αντίληψη και συναρτούν το εθνικό μέλλον προς την ευρύτερη ευρωπαϊκή προοπτική. Συνειδητοποιώντας ότι: Ή μετέχεις με ουσιαστική βούληση και ανάλογη δυναμική στις εξελίξεις. Ή απλώς τις δέχεσαι όπως σου τις καθορίζουν. Με ό,τι αυτό σημαίνει. Και με ό,τι συνεπάγεται.

Αυτό θα συμβεί εάν οι εταίροι σε αντιμετωπίζουν ως εγγενές πρόβλημα. Και κατ’ ακρίβεια «βαρίδι» στους σχεδιασμούς αυτών των ιστορικών προοπτικών. Οπόταν και είσαι ουσιαστικά υποχρεωμένος (ως υπερχρεωμένος) να μετέχεις μεν, αλλά εξ ανάγκης να υπόκεισαι σε καθ’ υπαγόρευσιν όρους. Από τους οποίους εξαρτάται η «κατά δόσεις» επιβίωση, με αποφυγή ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας. Η πικρή αλήθεια που διέπει αυτή τη φάση του ελληνικού προβλήματος. Οπως αυτό διατυπώνεται με όρους μνημονιακών δεσμεύσεων. Που θα μετεξελιχθούν αναλόγως. Είτε θετικότερα. Είτε (δυστυχώς) επί τα χείρω, με αδυσώπητη προέκταση της υποθηκεύσεως.

Αυτά δεν καταγράφονται για να επιτείνουν το δράμα και ν’ αναξέσουν το τραύμα. Σημειώνονται ως αφυπνιστικές νύξεις για την αναγκαία εθνική επανεκκίνηση. Με την έννοια της επιτέλους (κι εν τη πράξει) «φυγής προς τα εμπρός». Που θα επιτρέψει την ταχύτερη δυνατή απεξάρτηση της χώρας από τις έως και βάναυσες δανειακές δεσμεύσεις. Ωστε να μπει σε τροχιά μιας αυτοδύναμης συνεμπλοκής στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Χωρίς να δίδει δικαιώματα για αμφισβήτηση της θέσεως και του ρόλου της.

Αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Είναι όμως αναγκαίο. Και πρέπει ν’ αποβεί αιχμή των επιλογών και της εθνικής στρατηγικής. Αφορώντας το σύνολο πολιτικό σύστημα. Πέραν διαφορών, ιδεοληψιών και περιχαρακώσεων. Γιατί σε τελική ανάλυση: Εάν αυτό δεν επιτευχθεί, όχι μόνο η χώρα θα χαντακωθεί (εν πολλοίς περιθωριοποιούμενη) αλλά και το ίδιο το σύνολο πολιτικό σύστημα θα χρεωθεί τις συνέπειες. Χάνοντας και τα κατάλοιπα του ήδη τραυματισμένου του κύρους.