Και ξαφνικά μοσχομύρισαν το Διαδίκτυο και οι καθημερινές μας κουβέντες φρεσκοτηγανισμένο λουκουμά. Η είδηση πως ύστερα από ενενήντα χρόνια αδιάλειπτης λειτουργίας έκλεισε το επί της οδού Πανεπιστημίου Αιγαίον με τους περίφημους λουκουμάδες του πυροδότησε τη νοσταλγία. Και βγήκαν στους πέριξ δρόμους σεργιάνι οι αναμνήσεις. Και τότε που μετά το Μινιόν, με τον ολοκαίνουργιο «Φωτεινό Παντογνώστη» υπό μάλης, μας πήγαιναν οι γονείς μας στο Αιγαίον και πώς έκανε «κρατς» ο λουκουμάς μέσα στο στόμα μας και πώς μας γαργαλούσε τη γλώσσα η κανέλα και πώς έσταζε στα ρουχαλάκια μας το μέλι και τι ωραία που περνούσαμε τότε που τα λίγα μάς φαίνονταν πολλά και τι κρίμα που όλα αυτά τα αυθεντικά τα καταπίνει η σύγχρονη μεγαλούπολη και να θυμηθώ να ξανασυγκινηθώ για τον Λέντζο που έκλεισε πριν από λίγα χρόνια. Και, αχ, η παλιά ταβέρνα με τη λατέρνα και το σκουμπρί.

Ψυχραιμία, παιδιά. Ωραίο πράγμα η νοσταλγία, ανακουφιστικό και απαραίτητο αλλά, σε περιπτώσεις όπως αυτή, εξαιρετικά αυτοαναφορικό και εγωκεντρικό. Για να βγούμε λίγο από τα κόκκινα λουστρινένια παπουτσάκια των –ασυνείδητα κατασκευασμένων πολλές φορές –αναμνήσεων και να μπούμε στα αρβυλάκια της πραγματικότητας. Ο Γιώργος Φυλλάς άνοιξε αυτό το μαγαζί, στο ίδιο σημείο που στεγαζόταν μέχρι τώρα, το 1926 ως μέλος της Αδελφότητας Καφεπωλών Αθηνών. Αρχικά λειτούργησε ως καφενείο, αλλά πολύ σύντομα οι εξαιρετικοί λουκουμάδες του το έκαναν σημείο αναφοράς για τους Αθηναίους αλλά και για τους εξ επαρχίας που κατέπλεαν κατά κύματα στην κοσμοπολίτικη, τότε, παρακείμενη Ομόνοια. Τη δεκαετία του 1970 την επιχείρηση ανέλαβαν οι γιοι του και τα τελευταία χρόνια ο εγγονός του. Οπως βλέπουμε από τις φωτογραφίες, ελάχιστα πράγματα άλλαξαν στο μαγαζί, ακόμη και χωροταξικά. Και αυτό ακριβώς ήταν που μας συγκινούσε. Μόνο να υποθέσω μπορώ τους λόγους για τους οποίους έκλεισε το Αιγαίον, αλλά, αν είχε γίνει αλυσίδα ταχυφαγείου όπου εκτός από τους λουκουμάδες θα σέρβιρε και σάντουιτς προσούτο – μοτσαρέλα, σαλάτα με κινόα και low fat γιαούρτι με βρώμη και frozen berries, δεν νομίζω ότι θα χολοσκάγαμε αν έκλεινε. Αφήστε που πολλοί θα ξεσπάθωναν εναντίον του οδοστρωτήρα που ισοπεδώνει τις αστικές, καταναλωτικές συνήθειές μας. Αν όμως είχε γίνει αλυσίδα ταχυφαγείου, μπορεί και να μην είχε κλείσει.

Οι επιχειρήσεις λειτουργούν (αφήστε τι λέει ο Πρωθυπουργός) μόνο εφόσον είναι κερδοφόρες. Οχι για να φωταγωγούν τη βιτρίνα της νοσταλγίας μας. Βεβαίως και τα ιστορικά στέκια μιας μητρόπολης είναι αστικά μνημεία που κρατούν ζωντανή την παράδοσή της. Οπως το Caffe Greco στη Ρώμη και το Café de Flore στο Παρίσι. Αυτά τα μαγαζιά, όμως, είναι καθημερινά γεμάτα κόσμο.

Εμείς που μελαγχολούμε βλέποντας τα κατεβασμένα κάγκελα στην είσοδο του Αιγαίον πόσες φορές έχουμε περάσει την πόρτα του τα τελευταία χρόνια; Ποια ήταν η τελευταία φορά που παραβήκαμε τη σύγχρονη διατροφική ορθότητα και φάγαμε μια ολόκληρη μερίδα λουκουμάδες; Τι κάναμε για να μην παρακμάσει το κέντρο της πόλης, η Σταδίου, η Πανεπιστημίου, που πλέον διασχίζουμε βιαστικά με το αυτοκίνητο; Από πότε έχουμε να ψωνίσουμε στα καταστήματα της περιοχής; Πώς προνοήσαμε ώστε να μην είναι η νοσταλγία μας παθητική αναφορά, αλλά να μετασχηματίζεται ενεργά στην καθημερινότητά μας; Αναρωτηθήκαμε ποτέ πώς τα βγάζουν πέρα οι επιχειρηματίες που μας κρατούν σε ζωντανή σύνδεση με την παιδική και εφηβική μας ηλικία; Αφήστε τι κάνει το κράτος. Για εμάς τους πολίτες μιλάω. Πριν λοιπόν συγκινηθούμε έξω από το κλειστό Αιγαίον, ας αναλογιστούμε τι κάναμε εμείς για να μείνει ανοιχτό.