Συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Με ολόφρεσκη ακόμη τη Μεταπολίτευση. Σημαντικός θεατρικός σκηνοθέτης, με αμερικανική επαγγελματική κουλτούρα και, εν μέρει, καταγωγή, επρόκειτο να ανεβάσει κάποια παράσταση. Ο άνθρωπος επέλεγε τους ηθοποιούς του, ακόμη και τους πρωταγωνιστές, ύστερα από οντισιόν –όπως, δηλαδή, είχε συνηθίσει να δουλεύει στο εξωτερικό. Η διάσημη σύζυγός του είχε μεσολαβήσει τότε ώστε να πάρει στον θίασο κάποιον γνωστό της ηθοποιό που, ομολογουμένως, άξιζε τον ρόλο. Ο σκηνοθέτης τής υποσχέθηκε ότι θα τον καλέσει σε οντισιόν, αλλά εκείνη εξανέστη. «Τον τάδε; Είσαι με τα καλά σου; Θα περάσεις από οντισιόν τον τάδε;». «Μα έτσι κάνω με όλους» επέμενε αυτός. «Ναι, αλλά ο τάδε έκανε φυλακή στη χούντα».

Δεν θυμάμαι αν ο αντιστασιακός ηθοποιός έπαιξε τελικά σε εκείνη την παράσταση, πάντως έκανε, χάρη στο ταλέντο του, μια σημαντική καριέρα. Το περιστατικό ωστόσο δείχνει πως, εκείνα τα χρόνια, η αντιδικτατορική δράση και το πολιτικό φρόνημα υπερυψούντο οιασδήποτε αξιολόγησης. Αυτή η άποψη όμως, μέχρι τις μέρες μας ακόμη, διαβάζεται και ανάποδα. Και με την υπερδύναμη της γραφικότητάς της ερμηνεύει οποιαδήποτε αξιολόγηση ως υποταγή, ως παράδοση σε κάποιο αόρατο κέντρο εξουσίας. Οι υπάλληλοι πουαρνούνται να υπακούσουν, ντύνουν –εντός τους –τον συνδικαλιστικό τσαμπουκά τους με τα πέπλα της Αντιγόνης που τολμάει να σηκώσει κεφάλι σε διάφορους Κρέοντες. Είναι αυτή η νεοελληνική ικανότητα να ιδεολογικοποιείται η λούφα, να γίνεται άνεμος αντίστασης. Που, πλέον, έχει αναχθεί σεεπιστήμη.Και άντε τώρα να τους πείσουν περί του αντιθέτου η Ολγα Γεροβασίλη και ο Πάνος Σκουρλέτης, πρωτοπαλίκαρα κάποτε σε αυτό το ιδιότυπο αντάρτικο που στοιχειώνει το ελληνικό Δημόσιο.